«Η ιδεολογία του αναρχισμού έχει ξεκινήσει από την Αγγλία του 18ου αιώνα και τον συγγραφέα, πολιτικό και φιλόσοφο Γουίλιαμ Γκόντγουιν, του οποίου το συναρπαστικό μυθιστόρημα Οι “Περιπέτειες του Κέιλεμπ Γουίλιαμς” κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Χίμαιρα. Στα πολιτικά βιβλία του, ο Γκόντγουιν υποστήριζε τις ιδέες του αναρχισμού, χωρίς όμως να τον κατονομάζει και να τον περιχαρακώνει θεωρητικά», αναφέρει ο Θωμάς Μαστακούρης στον πρόλογο του βιβλίου που μεταφράζει και πρόκειται να εκδοθεί στην ελληνική γλώσσα πάλι από τις εκδόσεις Χίμαιρα με τίτλο «Ένα Κορίτσι Ανάμεσα στους Αναρχικούς», της Ίζαμπελ Μέρεντιθ. Και συνεχίζει: «Με τη μορφή που τη γνωρίζουμε σήμερα, η ιδεολογία του αναρχισμού προτάθηκε για πρώτη φορά από τον Γάλλο αναρχικό φιλόσοφο Πιέρ Ζοζέφ Προυντόν (1809-1865), στην πραγματεία του “Τι είναι Ιδιοκτησία”; (Qu’ est-ce que la propriete?) που κυκλοφόρησε το 1840. Λίγο αργότερα ακολούθησαν οι βασικοί θεωρητικοί του αναρχισμού, οι Ρώσοι Μιχαήλ Μπακούνιν (1814-1876) και Πιότρ Κροπότκιν (1842-1921)».
Και είναι σωστή η αναφορά του σημαντικού μεταφραστή και δικηγόρου Θωμά Μαστακούρη, προσεγγίζοντας την Αναρχία ως δόγμα. Ωστόσο, ως φιλοσοφικό-θεωρητικό ρεύμα δημιουργήθηκε στην Αρχαία Ελλάδα, με σημαντικούς εκπροσώπους του.
Χρονικά, πρώτος φιλόσοφος της Αναρχίας θεωρείται ο σοφιστής Αντιφών ο Αθηναίος (5ος αι. π.Χ.) Καθώς το όνομά του ήταν συνηθισμένο στην Αθήνα, δεν έχουμε πολλά στοιχεία για την ταυτότητά του. Ωστόσο, ήταν ο πρώτος που αμφισβήτησε τους θεσμούς της πολιτείας. Συγκεκριμένα ο Αντιφών διατύπωσε δυο αδιανόητες για εκείνη την εποχή απόψεις: α) όλοι οι άνθρωποι από τη φύση τους είναι όμοιοι και ίσοι, β) οι νόμοι της πολιτείας είναι αυθαίρετοι. Θεωρούσε δηλαδή πως οι άνθρωποι είναι ίσοι απέναντι στο πλαίσιο της πόλης όπου ζουν, αλλά και στο ευρύτερο πλαίσιο της ανθρωπότητας: αριστοκράτες ή φτωχοί, πολίτες ή δούλοι, Έλληνες ή βάρβαροι. Κανένας δεν ήταν ανώτερος ή κατώτερος από τον οποιονδήποτε άλλο. Εκείνο που τους διαχωρίζει είναι ο νόμος, τον οποίο ο ίδιος αρνείται ως κατασκεύασμα τοπικό. Και στην περίπτωση του τύραννου Ιππία, δεν δίστασε να διακηρύξει τα πιστεύω του περί ισότητας και ελευθερίας. Επίσης, ταυτίζει τον νόμο με τον ανθρώπινο πολιτισμό, τον οποίο απορρίπτει, ισχυριζόμενος πως ο πολιτισμός αντιτίθεται στην ισότητα που υπαγορεύει η φύση και παραβιάζει τη φυσική δικαιοσύνη, αφού χαρακτηρίζεται από εθνικές και κοινωνικές διακρίσεις. Κατά τον Αντιφώντα, οι πρωτόγονες φυλές βρίσκονται πιο κοντά στην ευτυχία απ’ ό,τι οι πολιτισμένοι λαοί.
Ο Ζήνων ο Κιτιεύς ήταν στωικός φιλόσοφος της Αθήνας με καταγωγή το Κίτιον της Κύπρου (334 π.Χ. - 262 π.Χ.). Πρόκειται για τον ιδρυτή της στωικής φιλοσοφίας, ο οποίος έθεσε τα θεμέλια ενός πνευματικού κινήματος, που κυριάρχησε στον Ελληνικό πρώτα και ύστερα στον Ελληνορωμαϊκό κόσμο για 600 ολόκληρα χρόνια, γι’ αυτό και εδώ θα μείνουμε περιληπτικά στο έργο του, με τη δέσμευση την αναφορά μας στον σπουδαίο ρόλο που διαδραμάτισε η στωική σχολή του σε κάποιο μελλοντικό αφιέρωμα.
Τη διδασκαλία του ο Ζήνων την τηρούσε και στον τρόπο ζωής του, από τη στιγμή που ναυάγησε και έφθασε κατεστραμμένος οικονομικά στην Αθήνα, ενώ καταγόταν από πλούσια οικογένεια της Κύπρου. Στην Αθήνα γνωρίστηκε με τον κυνικό φιλόσοφο Κράτη, του οποίου κι έγινε μαθητής. Σύντομα όμως διαφώνησε με τους κυνικούς, και ακολούθησε τον Στίλπωνα που εκπροσωπούσε τις αυστηρές αρχές της Μεγαρικής Σχολής. Αργότερα μαθήτευσε κοντά στον διαλεκτικό Διόδωρο Κρόνο και κατέληξε στην Ακαδημία του Πλάτωνος το έργο του οποίου συνέχιζαν οι Πολέμων και Ξενοκράτης. Στη συνέχεια ίδρυσε τη δική του Σχολή, που επειδή στεγάστηκε στην Ποικίλη Στοά που βρισκόταν στην αγορά των Αθηνών και είχε κτιστεί από τον Πεισιάνακτα και διακοσμηθεί από τον ζωγράφο Πολύγνωτο, ονομάστηκε Στωική.
Ο Ζήνων δεν ανεχόταν τον πλούτο και την ιδιωτική περιουσία: «Η πολυτέλεια κάνει φτωχό τον πλούσιο και διπλασιάζει τη δυστυχία των φτωχών», ισχυριζόταν. «Οι καρποί ανήκουν σε όλους, η γη σε κανέναν». Δυστυχώς από το έργο του, η «Πολιτεία» του Ζήνωνα, διασώθηκαν ελάχιστα αποσπάσματα. Στη δική του «Πολιτεία» ο Ζήνων αρνείται δικαστήρια, όργανα τάξης, στρατό, ναούς, χρήματα, σχολεία. Οι άνθρωποι ζουν όλοι μαζί, σαν σε κοινόβιο. Ονειρεύεται μια
«α-κρατική» κοινωνία, με πλήρη ελευθερία και ισότητα, τόσο ανάμεσα στους πολίτες όσο και ανάμεσα στα φύλα, χωρίς περιουσία και οικογένεια. Όλοι οι άνθρωποι ζουν μαζί σε μια ενιαία, οικουμενική κοινότητα με κοινά ήθη και με τους ίδιους φυσικούς νόμους. «Δεν πρέπει να ζούμε χωριστά σε κράτη και δήμους. Όλους να τους λογαριάζουμε για συνδημότες και συμπολίτες μας, και μια ζωή και οργάνωση να υπάρχει για τους πάντες». Ο Κροπότκιν απέδωσε στον Ζήνωνα τον τίτλο του καλύτερου εκφραστή της αναρχικής φιλοσοφίας στην αρχαία Ελλάδα.
Ο Ζήνων δίδαξε επί 58 χρόνια στη σχολή του, λιτοδίαιτος αλλά χωρίς ποτέ να αρρωστήσει –τρεφόταν μόνο με ό,τι ήταν φυσικό και αμαγείρευτο– και πέθανε 98 χρόνων, με έναν περίεργο τρόπο: Μια μέρα, φεύγοντας από το μάθημα σκόνταψε και, πέφτοντας καταγής, έσπασε ένα δάχτυλο του ποδιού του. Μέσα στον πόνο του, χτύπησε το έδαφος με τη γροθιά του και απήγγειλε έναν στίχο από τη «Νιόβη» του λυρικού ποιητή Τιμόθεου: «Έρχομαι, τι φωνάζεις;» Και κράτησε την ανάσα του, μέχρι να ξεψυχήσει, πιστός στην αρχή του: «Η αρετή συνίσταται στο να ζεις σε αρμονία με τη φύση και ότι όλα τα γεγονότα και κάθε μορφή ύπαρξης αποτελούν έκφανση θείας πρόνοιας». Η ταφή του έγινε στον Κεραμεικό με δημόσια δαπάνη, ενώ η πόλη των Αθηνών τον τίμησε με διάφορους τρόπους, όπως με ειδικό ψήφισμα και με ανδριάντα.
Ο Επίκτητος (50 μ.Χ. - 138 μ.Χ.) ήταν στωικός φιλόσοφος, από τους τελευταίους ακόλουθους του στωικισμού. Ήταν γιος δούλων στη Φρυγία και στη συνέχεια, δούλος και ο ίδιος ήλθε στη Ρώμη, όπου κατάφερε να παρακολουθήσει μαθήματα φιλοσοφίας. Όταν έγινε απελεύθερος άρχισε να διδάσκει τη Στωική φιλοσοφία. Στον διωγμό του Δομιτιανού κατά των Στωικών απελάθηκε στην Ήπειρο, και μετέφερε την έδρα της σχολής του στη Νικόπολη, όπου δίδαξε μέχρι τον θάνατό του. Ήταν γνωστός για την παροιμιώδη αταραξία του, τη στωικότητά του και τη λιτότητά του. «Το να ζεις σύμφωνα με τη φύση είναι το ίδιο με το να ζεις σύμφωνα με την αρετή», δίδασκε κάνοντας πράξη και στην προσωπική του ζωή τις νουθεσίες του. Ο αφέντης του καθενός είναι εκείνος, που μπορεί να του δώσει ή να του αφαιρέσει όσα αυτός ποθεί ν’ αποκτήσει ή ν’ απαλλαγή από αυτά. Όποιος λοιπόν θέλει να είναι ελεύθερος δεν πρέπει ούτε να επιζητεί ούτε ν’ αποφεύγει κάτι που άλλοι εξουσιάζουν. Ειδεμή θα είναι εκ των πραγμάτων ένας δούλος. Επίκεντρο της φιλοσοφίας του Επίκτητου είναι ο άνθρωπος και η εκπαιδευτική αγωγή του με έμφαση στην ηθική. Η εκπαίδευση για τον φιλόσοφο είναι το μέσο με το οποίο μπορεί να κατοχυρώσει ο άνθρωπος την ελευθερία του. Μέσω της φιλοσοφίας μπορεί να διακρίνει τα πράγματα που βρίσκονται υπό την εξουσία του από εκείνα που δεν βρίσκονται υπό την εξουσία του. Κατά τον Επίκτητο, η έννοια της ευδαιμονίας εδράζεται στη γνώση των «εφ’ ημίν» (στα οποία υπάγονται οι προσωπικές μας πράξεις, οι σκέψεις κ.λπ.) και των «ουκ εφ’ ημίν» (στα οποία υπάγονται ο πλούτος, η δόξα κ.λπ.). Το έργο του εκτιμήθηκε ιδιαίτερα από τους φιλοσόφους του Νεοπλατωνισμού αλλά και από τη χριστιανική Εκκλησία.
Ο Αντισθένης (444 π.Χ. - 365 π.Χ.) ήταν ο ιδρυτής της σχολής των Κυνικών. Γεννημένος στην Αθήνα, ήταν εγκρατής, ενώ κυκλοφορούσε στην αγορά φορώντας μόνο έναν τρίβωνα, ένα σακούλι στον ώμο και κρατούσε ένα ραβδί. Περιφρονούσε κάθε άνεση και κοινωνική συμβατικότητα, σαν τον Διογένη από τη Σινώπη που υπήρξε και μαθητής του Αυτός και οι μαθητές του ονομάστηκαν Κυνικοί. Συνήθιζε να λέει ότι «η αληθινή αρετή δεν έχει ανάγκη από τίποτα. Ούτε νόμων ανάγκη έχει ο σοφός που δρα και φέρεται σύμφωνα με την κρίση του. Οι νόμοι είναι για τους πολλούς και τους μέτριους, και όχι για τους εκλεκτούς».
Σημασία γι’ αυτόν είχαν τα ουσιώδη πράγματα, διδασκαλία σύμφωνα με την οποία οι Κυνικοί κάνουν τους εαυτούς των τελείως ανεξάρτητους από όσα επιθυμεί ο έξω κόσμος, περιορίζοντας στο ελάχιστο τις ανάγκες τους, ασκούμενοι να υπομένουν κάθε στέρηση και κάθε πόνο, και θεωρώντας τις απολαύσεις και ιδιαίτερα την ηδονή μέγιστα κακά, εμμένοντας στη θεωρία του ότι διατύπωσε με σθένος δημόσια πολλές αντιδιοκτητικές και αντεξουσιαστικές ιδέες, όπως ότι δεν πρέπει να υπάρχει κυβέρνηση, ατομική ιδιοκτησία, επίσημη θρησκεία και γάμος.
Ο Διογένης ο Κυνικός (412 π.Χ. - 323 π.Χ.), όπως και μεταγενέστεροί του Κυνικοί υποστήριζαν ότι «ο νόμος δεν έχει καμία απολύτως αξία απέναντι στη φύση, διότι οι νόμοι είναι ανθρώπινα έργα και διαφέρουν από χώρα σε χώρα, επομένως δεν έχουν αντικειμενικό κύρος και είναι ανάξιοι σεβασμού. Για τον λόγο αυτό κανένα δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να κρίνει τις πράξεις κάποιου, ούτε και οποιαδήποτε εξουσία έχει το δικαίωμα να καθορίζει τη ζωή των ανθρώπων. Το χρήμα είναι και αυτό άχρηστο και επιζήμιο, γι’ αυτό καταστρέψτε το νόμισμα».
Ο Διογένης έθιξε αποκλειστικά κοινωνικά και ηθικά προβλήματα πηγαίνοντας κόντρα στην εποχή του, με την επαναστατική και ανατρεπτική διδασκαλία του. Προσπάθησε με τα επιχειρήματά του να αλλάξει την ανθρώπινη κοινωνία που είχε διαφθαρεί. Αυτό κατά τη γνώμη του θα μπορούσε να επιτευχθεί μόνο με την επιστροφή του ανθρώπου στη φύση. Πίστευε, δηλαδή, πως η ευτυχία του ανθρώπου βρίσκεται στη φυσική ζωή και πως μόνο με την αυτάρκεια, τη λιτότητα, την αυτογνωσία και την άσκηση μπορεί να την εξασφαλίσει. Η κυνική φιλοσοφία αποκαλείται έτσι γιατί είχε ως έμβλημά της τον «κύνα » (που σημαίνει σκύλος). Γι’ αυτό δήλωναν πως «εμείς διαφέρουμε από τους άλλους σκύλους, διότι εμείς δεν δαγκάνουμε τους εχθρούς, αλλά τους φίλους, για να τους διορθώσουμε».
Ο Διογένης έμεινε γνωστός τόσο για το πιθάρι στο οποίο ζούσε, όσο και για την περίφημη φράση του «άνθρωπο ζητώ» όταν τον ρωτούσαν για ποιο λόγο τριγυρνούσε την ημέρα κρατώντας ένα αναμμένο φανάρι. O Διογένης έψαχνε να βρει ένα ανθρώπινο ον, αλλά έλεγε πως έβλεπε μόνο κατεργάρηδες και αχρείους. Η ίδια η ζωή του ήταν ένα απαύγασμα κυνικής φιλοσοφίας εν τοις πράγμασι, που με τους αστεϊσμούς του έμεινε γνωστός μέχρι τις μέρες μας, πέραν της κυνικής φιλοσοφίας του.
Ψήγματα αναρχικής σκέψης όμως θα βρούμε και σε άλλους φιλοσόφους της Αρχαίας Ελλάδας. Ο τραγωδός Αισχύλος στο έργο του, «Επτά επί Θήβας» δημιούργησε μια Αντιγόνη που αρνείται να υπακούσει τη διαταγή του Κρέοντα και ρίχνει χώμα στη σορό του νεκρού αδελφού της, του Πολυνείκη, λέγοντας: «Πάνω μου εγώ τον κίνδυνο μόνη μου θα πάρω, τον αδελφό μου θάβοντας κι ούτε ντροπή μου το ’χω, να δείξω αντάρτισσα γνώμη στην πόλη». Αλλά και στον Σωκράτη, που αρνήθηκε να γίνει φυγάς, μετά την καταδίκη του σε θάνατο, πιστός σε αυτά που δίδασκε άνευ αμοιβής.
Αλλά και στον Αριστοφάνη, στα τρία αντιπολεμικά του έργα –«Αχαρνής» ο καυστικός κωμωδιογράφος απευθύνει έκκληση στους συμπολίτες του για μαζική πολιτική ανυπακοή ως πίεση για τον τερματισμό του Πελοποννησιακού Πολέμου, στην «Ειρήνη» οι άνθρωποι του λαού απελευθερώνουν την έγκλειστη σε σπηλιά ειρήνη και βάζουν τέλος στον πολυετεή πόλεμο, στη «Λυσιστράτη», οι γυναίκες όλης της Ελλάδας κηρύσσουν σεξουαλική απεργία ως αντίποινα για τον πόλεμο και αναγκάζουν τους άνδρες σε ειρήνη– οι πολεμοκάπηλοι και οι πολιτικοί μπαίνουν στην άκρη και ο ίδιος ο λαός επαναστατεί και παίρνει τη ζωή στα χέρια του ορίζοντας τη μοίρα του. Διαφαίνεται ολοκάθαρα η ειρωνεία για το κράτος, τους πολέμους και την ανισότητα των γυναικών έναντι των ανδρών.
Εν ολίγοις, η αναρχία έχει μακραίωνη ιστορία, με ενδιάμεσα διαλείμματα, αλλά σίγουρα ως διδαχή έχει να μας δώσει πολλά ακόμη και σήμερα, στα πέτρινα χρόνια που βιώνουμε…