«Και τι δεν κάνατε για να με θάψετε
Ντίνος Χριστιανόπουλος (Θεσσαλονίκη 20 Μαρτίου 1931- 11 Αυγούστου 2020)
όμως ξεχάσατε πως ήμουν σπόρος»
Ποιητής, πεζογράφος, μελετητής και μία από τις πιο ενδιαφέρουσες, ιδιοσυγκρασιακές και σύνθετες προσωπικότητες των ελληνικών γραμμάτων από τη δεκαετία του 50 μέχρι και τον περασμένο Αύγουστο που έκλεισε οριστικά τα μάτια του, ο Χριστιανόπουλος ήταν ένας από τους πρώτους Έλληνες λογοτέχνες που υποστήριξαν ανοιχτά (και με το έργο τους) την ομοφυλοφιλία τους, που αγάπησαν νωρίς το ρεμπέτικο και που δεν φοβήθηκαν ποτέ τις συγκρούσεις, τους καυγάδες και τις ρήξεις. Και το κόστος τους, βέβαια.
«Εμβληματική μορφή των ελληνικών γραμμάτων», «εξέχουσα φυσιογνωμία της αποκαλούμενης Σχολής της Θεσσαλονίκης», «ιδιοσυγκρασιακός λογοτέχνης και μελετητής», ή και ο «ανένταχτος» και «μεγάλος αιρετικός της Θεσσαλονίκης». Και με λίγο πιο σιγανή φωνή: «ιδιότροπος όμως», «παράξενος εντούτοις» ή και «στριμμένος βρε αδελφέ»…
Έτσι δε συμβαίνει με όλες τις πολύ έντονες, πολύ μεγάλες προσωπικότητες του δημοσίου βίου; Οι ολιγόλογοι χαρακτηρισμοί, αναγκαίοι σ΄έναν πρόλογο για να δώσουν στον αναγνώστη ένα στίγμα, δίνουν και μία πολύ σχηματική, μερική και ενδεχομένως άδικη γενική περιγραφή. Γιατί κατά κανόνα αυτές οι προσωπικότητες είναι και πολύ πιο σύνθετες. Φυσικά και πολύ αντιφατικές. Άνισες ίσως σε περιπτώσεις όπως αυτή του, ποιητή πρωτίστως, αλλά και διηγηματογράφου, δοκιμιογράφου, μεταφραστή, μελετητή του ρεμπέτικου (περίφημη η δουλειά αλλά και οι ερμηνείες του πάνω στο έργο του Βασίλη Τσιτσάνη καταρχάς, αλλά και όχι μόνον), λαογράφου, εκδότη, βιβλιοκριτικού, ταυτισμένου βέβαια με το ιστορικό περιοδικό «Διαγώνιος», Ντίνου Χριστιανόπουλου (Θεσσαλονίκη 1931-2020). Του Χριστιανόπουλου με την απόλυτη…απολυτότητα, τον πόλεμο που είχε κηρύξει πολύ νωρίς σε κάθε απόχρωση πολιτικής ορθότητας. Του Χριστιανόπουλου τη συνέπεια σ ‘έναν ασκητικό τρόπο ζωής, σε μία πάρα πολύ έγκαιρη και γι αυτό «λεβέντικα», τολμηρά (αν όχι και ριψοκίνδυνα, λόγω των τότε ηθών) ανοιχτή παραδοχή της ομοφυλοφιλίας του και σε μία επιλεγμένη, ίσως και κάπως αυτοτιμωρητική μοναξιά («απ’ όλα τα αφηρημένα ουσιαστικά πειράζει να εξαιρέσουμε τη μοναξιά;») που την έσπαγε μόνον η τρυφερή σχέση του με τις γάτες και, σε κάθε περίοδο της ζωής του, η επικοινωνία με λίγα, διαφορετικά πρόσωπα, αυστηρά επιλεγμένα με τα εντελώς δικά του υποκειμενικά κριτήρια.
Ο πολέμιος της πολιτικής ορθότητας
Με τους υπόλοιπους, ο ίδιος μπορούσε να συνδιαλέγεται χωρίς σκοινί ασφαλείας. Για εκείνους. Που σημαίνει ότι η έκβαση της επικοινωνίας μαζί του μπορούσε να καταλήξει και «άδοξα» ή «άκομψα» βάσει τουλάχιστον των όρων ενός δημόσιου «καθωσπρεπισμού» που ο Χριστιανόπουλος έγραφε πάντα στα παλιά του τα παπούτσια. «Εγώ όμως άρχισα να κουράζομαι. Δεν τα μαζεύετε να φύγετε;», είχε προτείνει ωμά στον Σταύρο Θεοδωράκη στη διάρκεια μιας συνέντευξής τους το 2009. Και ό,τι φαίνεται τόσο αφόρητα ειλικρινές ώστε να καταντά κι απέραντα χαριτωμένο ή γοητευτικό, ήταν ταυτόχρονα και δημοσιογραφικά δίκοπο μαχαίρι. Μία συνέντευξη ή μια δημόσια συζήτηση με τον Χριστιανόπουλο είχε πάντα απρόβλεπτη έκβαση και κανείς δεν σου διασφάλιζε ότι δεν θα καταλήξει σε ένα μινι λογοτεχνικό σκάνδαλο. Έτσι δεν είχε γίνει πιο πρόσφατα το 2011 όταν ο ποιητής καλεσμένος σε μία βραδιά προς τιμήν του, στο θεατράκι του Gazarte, με οικοδεσπότες τη Λίνα Νικολακοπούλου και τον Άρη Σκιαδόπουλο, είχε, ενώπιον κοινού, περάσει γενεές δεκατέσσερις Σεφέρη, Ελύτη και Καρούζο προκαλώντας έναν- ακόμη από τους πολλούς που προκαλούσε- ενδοκαλλιτεχνικό «σεισμό» ημερών; Και μήπως δεν τάραξε μέχρι τέλους τα νερά όταν κυκλοφόρησε πέρυσι το 925 σελίδων πόνημα «Τα εσώψυχα του Ντίνου Χριστιανόπουλου-Μια εκ βαθέων δεκαετής συνομιλία 2004-2012» της Σωτηρίας Σταυρακοπούλου, αναπληρώτριας καθηγήτριας στο Τμήμα Φιλολογίας του Αριστοτελείου; Το συγκεκριμένο βιβλίο κατέγραφε με θρησκευτική ευλάβεια τις συνομιλίες που έκαναν Χριστιανόπουλος και Σταυρακοπούλου, γείτονες όντες και σταδιακά φίλοι, σ΄ένα διάστημα 8 ετών, ακριβώς πριν ο πρώτος γλιστρήσει οριστικά στην άνοια που του κόστισε ανεπιστρεπτί απόσυρση από το δημόσιο βίο μέχρι αυτόν τον Αύγουστο που έκλεισε τα μάτια του οριστικά.. Αν αυτό το βιβλίο είναι μία τελευταία μαρτυρία, μία παρακαταθήκη, τότε πρόκειται για την πιο παράδοξη και αμφιλεγόμενη λογοτεχνική «διαθήκη» που έχει καταγραφεί μέχρι στιγμής στην ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας. Κι αυτό γιατί σ΄αυτές τις καταγεγραμμένες κουβέντες ο Χριστιανόπουλος ξεπερνάει τον εαυτό του ισοπεδώνοντας με μικρόψυχους χαρακτηρισμούς, πικρή ειρωνεία και απολύτως υποκειμενική παράθεση «γεγονότων» έναν τεράστιο αριθμό προσωπικοτήτων της λογοτεχνίας, παλαιότερης και σύγχρονης, του τραγουδιού, της διανόησης κυρίως της Θεσσαλονίκης, της πανεπιστημιακής κοινότητας, της πολιτικής, της δημοσιογραφίας. Μάλλον δεν του άξιζε αυτό το εκδοτικό «εξόδιο».
Ένας μεγάλος αντιφατικός
Έβαλε τα πράγματα στη θέση τους όμως ο έτερος εναπομείνας, σπουδαίος ιδιοσυγκρασιακός της Θεσσαλονίκης ο Θωμάς Κοροβίνης όταν αποχαιρετώντας σ ένα κείμενό του (Documento)τον Χριστιανόπουλο, τον Αύγουστο, προειδοποιούσε: «Αλλά η εξωτερίκευση της µικροψυχίας σου µάλλον θα ’πρεπε να ερµηνευτεί σαν µια επιθετική πόζα για όσα δεν αξιώθηκες αισθήματα, για τους ανεπίδοτους έρωτες σου και σαν μια ρεβάνς για τη χλεύη που εισέπραξες στα χρόνια ιδίως της ρηξικέλευθης ποιητικής σου ορμής, για την απάρνηση και τον πόλεµο εναντίον σου γνωστών και αγνώστων, ανθρώπων της θρησκείας που πίστευες πως ήταν κάποτε δικοί σου («άλλο ο Χριστός και άλλο η εκκλησία» έλεγες), του θεσσαλονικιώτικου κατεστημένου και της αστυνομίας ηθών». Στον ίδιο λογοτεχνικό επικήδειο ο Κοροβίνης επεσήμανε και τη μεγάλη αντίφαση: «Συµπονώ και συµπάσχω αλλά είναι αντινομία, βρε αδερφέ, ποιήματα πανανθρώπινου ελέους και καταφύγια κατατρεγμένων απ’ τη μια, φθονερές κατακρίσεις, συχνά ανυπόστατες απ’ την άλλη. Μα όλα αυτά τα αρνητικά θα ξεχαστούν, θα μείνουν η εντιμότητα του πολυπλόκαμου έργου σου, η ασκητική αφοσίωση στην πόλη σου, το κύρος της τέχνης σου, το σπάνιο παράδειγμα ενός φτωχού λαϊκού δηµιουργού που δεν υπήρξε στιγµή αργυρώνητος(…)»
«Τι να τα κάνω τα τραγούδια σας
είναι πολύ ζαχαρωμένα
ταιριάζουν για σοκολατόπαιδα
μα δεν ταιριάζουνε για μένα»
Να οι μεγάλες αντιφάσεις των αντιφατικών μεγάλων. Στο μεγάλο κοινό ο Ντίνος Χριστιανόπουλος μάλλον ήταν γνωστός κυρίως ως ποιητής εκείνων των στίχων που μελοποίησε μοναδικά ο Σαββόπουλος το ΄65 και κυκλοφόρησε πρώτα σε 45ρι και δέκα χρόνια αργότερα στον δίσκο Δέκα χρόνια κομμάτια (Lyra, 1975): «Τι να τα κάνω τα τραγούδια σας/ποτέ δε λένε την αλήθεια/ο κόσμος υποφέρει και πονά και ‘σεις τα ίδια παραμύθια». Ως μέντορας του νεαρού Σαββόπουλου επίσης τον οποίο προειδοποιούσε το ΄66 την εποχή που ο τραγουδοποιός ήθελε να αφήσει τη γενέτειρα Θεσσαλονίκη "Πρόσεχε η Αθήνα είναι γάτα και θα σε κατουρήσει". («Επαληθεύτηκε πολλές φορές», έλεγε μετά ο Σαββόπουλος). Και είναι βέβαια και ο ποιητής στα «κύκνεια» «Τραγούδια της αμαρτίας» του Μάνου Χατζιδάκι ((κύκλος τραγουδιών, που εκδόθηκε το 1004, μετά τον θάνατο του συνθέτη). Από εκεί το «Ενός λεπτού σιγή».
Εξυπακούεται ότι ο Χριστιανόπουλος ήταν πάρα πολύ περισσότερα από αυτά. Εμπεριείχε τη Θεσσαλονίκη που τον εμπεριείχε. Εμπεριείχε τις γειτονιές της («Απ’ το Βαρδάρη ως το Συντριβάνι κι από τον Πύργο ως την πλατεία Δικαστηρίων έφαγα όλα τα γιαπιά για να σε βρω»), την ιστορία της (η υπεράσπιση των παθών που πέρασε στη Θεσσαλονίκη η εβραϊκή κοινότητα, του κόστισε μαζί με την ομοφυλοφιλία του κανονικές διώξεις από τη Χρυσή Αυγή) και τη διανόησή της (από τον Πεντζίκη ως τον Χατζηανδρέου, τον Αναγνωστάκη, τον Κάρολο Τσίζεκ, τον Ιωάννου, τον Μαρωνίτη…), τη λαϊκότητα, τις μουσικές και τους γλωσσικούς της ιδιωματισμούς, την Ανατολή και το ρεμπέτικο (η ενασχόληση άρχισε από τα παιδικά του χρόνια, «εμπότισε» το έργο του ήδη από τα πρώτα του ποιήματα και συνεχίστηκε μέχρι και την έκδοση μελετών ή την ζωντανή αναβίωση με ορχήστρα των τραγουδιών του Τσιτσάνη), το σπιτάκι με τις γάτες στις Σαράντα Εκκλησιές (με μόνα τα πορτρέτα του Καβάφη και του Τσιτσάνη στον τοίχο), την Ορθοδοξία, τον έρωτα, το πάθος, το λαϊκό ένστικτο και τις λεπτές καλλιτεχνικές «εμμονές», την προσφυγιά, τη θάλασσα…
« Ἡ θάλασσα εἶναι σὰν τὸν ἔρωτα:
μπαίνεις καὶ δὲν ξέρεις ἂν θὰ βγεῖς»
Να κι ένα περίφημο ποίημα του του 1962 γι αυτήν
(«Η Θάλασσα»):
«Ἡ θάλασσα εἶναι σὰν τὸν ἔρωτα:
μπαίνεις καὶ δὲν ξέρεις ἂν θὰ βγεῖς.
Πόσοι δὲν ἔφαγαν τὰ νιάτα τους –
μοιραῖες βουτιές, θανατερὲς καταδύσεις,
γράμπες, πηγάδια, βράχια ἀθέατα,
ρουφῆχτρες, καρχαρίες, μέδουσες.
Ἀλίμονο ἂν κόψουμε τὰ μπάνια
Μόνο καὶ μόνο γιατί πνίγηκαν πεντέξι.
Ἀλίμονο ἂν προδώσουμε τὴ θάλασσα
Γιατὶ ἔχει τρόπους νὰ μᾶς καταπίνει.
Ἡ θάλασσα εἶναι σὰν τὸν ἔρωτα:
χίλιοι τὴ χαίρονται – ἕνας τὴν πληρώνει».
Μ΄ένα παράδοξο τρόπο και η ζωή του Ντίνου Χριστιανόπουλου ήταν με τον τρόπο όσων-λιγότερων-πληρώνουν το κόστος. Ποτέ δεν έκρυψε τη θέση, τη στάση, την άποψη, την προτίμησή του.
Ποτέ δεν έκρυψε τις λέξεις του («Είμαι κολασμένος. Δίνω κώλο ασμένως»), πολύ νωρίς, πολύ εγκαίρως και με οποιοδήποτε κόστος.
Γιός προσφύγων από την Ανατολική Θράκη ή την Κωνσταντινούπολη, γεννήθηκε ως Κωνσταντίνος Δημητριάδης το 1931 στη Θεσσαλονίκη. Στην Κατοχή η οικογένεια πάμφτωχη κινδύνεψε από ασιτία. Ήταν η εποχή που ο μικρός «Λάκης» όπως τον φώναζαν γύριζε, κατά τα γραφόμενα του φίλου του δημοσιογράφου-βιογράφου Χρήστου Παρίδη, «με ένα κασελάκι κρεμασμένο στο στήθος και με την πραμάτεια του, τσιγάρα, παστέλια και καρτ ποστάλ, έβγαζε ένα στοιχειώδες μεροκάματο για να μπορεί να επιβιώνει. Εκείνη την περίοδο συνάντησε για πρώτη φορά τον Βασίλη Τσιτσάνη…»
Σε πείσμα συνθηκών ένδειας πάντα, τελείωσε το οκτατάξιο 2ο Γυμνάσιο Θεσσαλονίκης, παρακολουθώντας ανελλιπώς και το Κατηχητικό (που του εξασφάλιζε μία υποτυπώδη σίτιση). Εκεί, όμως, γνώρισε και τον σπουδαίο Θεσσαλονικιό Βασίλη Χατζηανδρέου που τον μύησε στη μεγάλη ποίηση και τον ενθάρρυνε να γραφτεί συνδρομητής στο παιδικό περιοδικό «Ελληνόπουλο».
Σ΄αυτό, με το ψευδώνυμο «Το Χριστιανόπουλο», δημοσίευσε ο Χριστιανόπουλος το πρώτο του ποίημα, «Παράπονο ξενιτεμένου».
Το 1949 πέρασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και έναν χρόνο μετά κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Κοχλία, με δικά του έξοδα, την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Εποχή των ισχνών αγελάδων» σε 300 αντίτυπα. Ήταν μόλις 18 ετών. Θ ακολουθούσαν πολλοί σταθμοί: το πτυχίο του Τομέα Κλασικών Σπουδών. Η εργασία του ως βιβλιοθηκάριος στη Δημοτική Βιβλιοθήκη της πόλης. Οι επιμέλειες των εκδόσεων. Η ίδρυση μαζί με τον γραφίστα Κάρολο Τσίζεκ και η διεύθυνση του περιοδικού-ορόσημου για τη διανόηση της Θεσσαλονίκης «Διαγώνιος». Τα δεκάδες γραπτά, τα ποιήματα της άφατης τρυφερότητας, απόγνωσης, μοναξιάς, του ασίγαστου ομοφυλοφιλικού πάθους, της καταγγελίας κάθε είδους υποκρισίας, του ιδιότυπου χιούμορ, της βελούδινης ανθρωπιάς. Τα γραπτά, οι μελέτες. Η άρνησή του να παραλάβει (2011) το Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων, παραπέμποντας στο μανιφέστο του "Εναντίον" που είχε γράψει το 1979, δηλώνοντας: «Είμαι εναντίον της κάθε τιμητικής διάκρισης, απ' όπου και αν προέρχεται. Δεν υπάρχει πιο χυδαία φιλοδοξία από το να θέλουμε να ξεχωρίζουμε(…)».
Πίσω πάλι. Εκεί όμως πίσω στα 18 του χρόνια, στην πρώτη του εκείνη συλλογή («Εποχή των ισχνών αγελάδων») συστήνοντας με τόλμη που του κόστισε εξαρχής τον νέο του ποιητικό λόγο, ξεκινούσε το προσωπικό του ταξίδι προς το οδυνηρό σκοτάδι και το οδυνηρότερο φως με ποιήματα ήδη αυτοβιογραφικής έκθεσης και ωμής ειλικρίνειας. Εκεί υπό την επιρροή του καβαφικού κόσμου, άρχιζε να αναζητά τη δική του «Ιθάκη»
«Δεν ξέρω αν έφυγα από συνέπεια
η από ανάγκη να ξεφύγω τον εαυτό μου,
τη στενή και μικρόχαρη Ιθάκη
με τα χριστιανικά της σωματεία
και την ασφυχτική της ηθική.
Πάντως, δεν ήταν λύση, ήταν ημίμετρο.
Κι από τότε κυλιέμαι από δρόμο σε δρόμο
αποχτώντας πληγές κι εμπειρίες.
Οι φίλοι που αγάπησα έχουνε πια χαθεί
κι έμεινα μόνος τρέμοντας μήπως με δει κανένας
που κάποτε του μίλησα για ιδανικά…
Τώρα επιστρέφω με μίαν ύποπτη προσπάθεια
να φανώ άψογος, ακέραιος, επιστρέφω
κι είμαι, Θεέ μου, σαν τον άσωτο που αφήνει
την αλητεία, πικραμένος, και γυρνάει
στον πατέρα τον καλόκαρδο, να ζήσει
στους κόλπους του μίαν ασωτία ιδιωτική.
Τον Ποσειδώνα μέσα μου τον φέρνω,
που με κρατάει πάντα μακριά.
Μα κι αν ακόμα δυνηθώ να προσεγγίσω,
τάχα η Ιθάκη θα μου βρει τη λύση;»