Είθισται οι πολιτικοί μας να μην αδιαφορούν για τις τέχνες, απολαμβάνοντας μαζί με τους πολίτες διάφορες μορφές της. Θυμόμαστε τον «εθνάρχη» Κωνσταντίνο Καραμανλή να είναι τακτικός θαμώνας των θεατρικών παραστάσεων, κυρίως επιθεωρήσεων, γιατί έτσι θα καταλάβαινε τι απασχολεί τον κόσμο και τι σκέφτεται ο κόσμος γι’ αυτόν χωρίς αυτόν, όπως ο ίδιος έλεγε. Θυμόμαστε τη Μελίνα Μερκούρη να συχνάζει τακτικά στο Ηρώδειο, αλλά και τον Ανδρέα Παπανδρέου να διασκεδάζει στα μπουζουξίδικα με το ζιβάγκο του, ως «παιδί του λαού» και εκείνος.
Όμως τα πράγματα άλλαξαν τον τελευταίο χρόνο, λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού. Τα θέατρα αλλά και οι μεγάλες (και μικρές) πίστες έχουν κλειδαμπαρώσει εκτός του χώρου τους πολίτες και πολιτικούς. Απομένει όμως ένας ακόμη φίλος της τέχνης, που ούτως ή άλλως πάντα υπήρχε για τους μοναχικούς ειδικά εκείνους που ήθελαν να ζήσουν περιπέτειες αλλιώς. Το βιβλίο. Το βιβλίο έμεινε από τους λίγους συντρόφους της Τέχνης που δεν τρόμαξε από τον κορωνοϊό. Τουναντίον, χρωστάει σε αυτήν την καταραμένη πανδημία την απόκτηση και άλλων φίλων, πιστών ή όχι ο χρόνος θα δείξει. Πάντως, το κοινό του μεγάλωσε. Και ναι μεν οι πολίτες παραμένουν πιστοί στον έρωτά τους για το βιβλίο, αυτό δεν σημαίνει ωστόσο πως οι πολιτικοί μας δεν αφήνονται σε τακτά διαστήματα σε τούτη την ξελογιάστρα αγαπημένη, απλώς τον χρόνο ψάχνουν ανάμεσα στις υποχρεώσεις τους να της αφιερωθούν. Εξάλλου, πολλές φορές τους βλέπουμε να συμμετέχουν στο πάνελ κάποιας βιβλιοπαρουσίασης. Και είπαμε να τους πλησιάσουμε, να τους ρωτήσουμε, αν διαβάζουν και τι διαβάζουν αυτό το διάστημα εν μέσω πανδημίας. Και ναι μεν στο πρώτο σκέλος της ερώτησης μας απάντησαν θετικά, ενώ στο δεύτερο κάποιοι προθυμοποιήθηκαν να μας πουν περισσότερα. Τελικά, ναι, οι πολιτικοί μας αγαπούν το βιβλίο. Δεν μας ενδιαφέρει το κόμμα που εκπροσωπούν. Εκείνο που έχει σημασία είναι πως παραμένουν «ψαγμένοι» – αυτό τουλάχιστον δείχνει η ομάδα των πολιτικών που έσπευσε να μας απαντήσει στο τι, πώς και πότε διαβάζει, εντυπωσιάζοντάς μας με τους τίτλους που μας ανέφεραν. «Το να διαβάζεις τα καλά βιβλία είναι σαν να συνδιαλέγεσαι με τους άριστους των περασμένων αιώνων», πίστευε ο Καρτέσιος. Τα είπε όλα ο σπουδαίος Γάλλος στοχαστής…
Τάσος Γαϊτάνης,
Εκπρόσωπος Τύπου της Νέας Δημοκρατίας
Τα βράδια της καραντίνας του κορωνοϊού με συντροφεύει το «Θουκυδίδης Ιστορία» σε μετάφραση του Ελευθέριου Βενιζέλου από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Ο λόγος που επέλεξα να διαβάσω αυτό το βιβλίο, οφείλεται στη βιογραφία του Ελευθερίου Βενιζέλου που είχα διαβάσει παλιότερα. Μου έχει κάνει μεγάλη εντύπωση που ο Βενιζέλος, μετά το ατυχές αποτέλεσμα των εκλογών του 1920, φεύγει αυτοεξόριστος για το Παρίσι, όπου καταπιάνεται με τη μελέτη και ξεκινά την προπαρασκευή της μετάφρασης του Πελοποννησιακού Πολέμου του Θουκυδίδη, την οποία ολοκληρώνει στα επερχόμενα ταξίδια του σε ΗΠΑ, Κούβα και Περού.
Σήμερα θα ήταν περίεργο και σίγουρα μη αναμενόμενο ένας πολιτικός να έχει την παιδεία και τη διάθεση να κάνει αυτήν τη σπουδαία πνευματική εργασία. Για τον Βενιζέλο, όμως, δεν ήταν. Ο Βενιζέλος είχε λάβει κλασική παιδεία. Είχε φοιτήσει σε εξαιρετικά σχολεία της εποχής του και είχε σπουδάσει Νομική. Συνεπώς διέθετε τις απαιτούμενες γνώσεις. Μη έχοντας μέχρι σήμερα διαβάσει αναλυτικά για τον Πελοποννησιακό Πόλεμο, αγόρασα το βιβλίο με διττή περιέργεια. Αφενός να δω τη γλώσσα που χρησιμοποιεί ο Βενιζέλος στο κείμενό του και, αφετέρου, να διαβάσω ένα εξαιρετικό ιστορικό πόνημα που διδάσκεται στα μεγαλύτερα πανεπιστημιακά τμήματα ιστορίας και διπλωματίας στον κόσμο.
Ο Βενιζέλος χρησιμοποιεί καθαρεύουσα, αλλά δεν έχει την ιδιοτροπία ενός φιλολόγου να αποδώσει ακριβώς τους κανόνες της γλώσσας, κάνοντας το νόημα της τελικής διατύπωσης πιο βαρύ. Ο λόγος του είναι στρωτός, κατανοητός, ρέει εύκολα και επιτρέπει στον αναγνώστη να επικεντρωθεί στα ιστορικά γεγονότα.
Ο Θουκυδίδης στο έργο του εξιστορεί την ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου και τη σφοδρή σύγκρουση μεταξύ των Αθηναίων και των συμμάχων τους, εναντίον των Σπαρτιατών και των δικών τους συμμάχων. Το έργο θεωρείται ως ένα από το σημαντικότερα επιστημονικά ιστορικά κείμενα. Ο Θουκυδίδης το κατάφερε αυτό εξαιτίας της νηφαλιότητας του λόγου του, αλλά και της αρτιότητας των πληροφοριών του. Είναι χαρακτηριστικό πως χρησιμοποίησε πληροφορίες από διαφορετικά πρόσωπα, που όμως ο ίδιος τα θεωρούσε αξιόπιστα.
Η εξιστόρηση του Θουκυδίδη ξεκινά από τις προγενέστερες συγκρούσεις του Πελοποννησιακού Πολέμου, με σκοπό να περιγράψει το ιστορικό υπόστρωμα. Στη συνέχεια, ο ιστορικός αναφέρει τα αίτια του πολέμου και κάνει έναν διαχωρισμό από τις αφορμές. Η πραγματική αιτία ήταν η αυξανόμενη ισχύς της Αθήνας, γεγονός που η Σπάρτη το θεωρούσε απειλή. Νομίζω πως σε όλους η σχέση Αθήνας-Σπάρτης στην αρχαιότητα μας θυμίζει σύγχρονες καταστάσεις.
Δεν έχω ολοκληρώσει τη μελέτη αυτού του αριστουργήματος, αλλά είμαι ενθουσιασμένος από τον πλούτο των ιστορικών πληροφοριών. Ο Θουκυδίδης εξιστορεί με μαεστρία την πολυπλοκότητα του περιβάλλοντος. Μην ξεχνάμε πως μιλάμε για την εποχή των πόλεων-κρατών στην Αρχαία Ελλάδα. Ο Βενιζέλος, ένας άριστος γνώστης της διπλωματίας, αντιλαμβάνεται πλήρως την πολιτική σκακιέρα της εποχής και δεν δυσκολεύεται καθόλου να την αποδώσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Ίσως να είναι ένα από τα λίγα αρχαία κείμενα που έχει μεταφραστεί από έναν ειδικό επί του θέματος.
Προσωπικά, πολλές φορές αναρωτιέμαι τι θα σκεφτόταν ο Βενιζέλος όταν διάβαζε το κείμενο του Θουκυδίδη. Ο Βενιζέλος βίωσε τα εμφύλια πάθη της αρχαιότητας και συναντήθηκε νοερά με τον Περικλή, που τον θαύμαζε εξίσου με τον Θουκυδίδη. Τελικά, αυτή η εναλλαγή στη σκέψη μου, των δύο εντελώς διαφορετικών και μακρινών εποχών, κάνει το έργο στα μάτια μου ακόμα πιο γοητευτικό.
Δυστυχώς, ο Θουκυδίδης δεν έζησε για να ολοκληρώσει τη συγγραφή. Παρ’ όλα αυτά ο αρχαίος ιστορικός είχε την αίσθηση πως γράφει ένα έργο «κτήμα ες αεί» και άφησε παρατηρήσεις και σκέψεις που μπορούν να χρησιμοποιηθούν μέχρι τις μέρες μας ως ενδοσκόπια της ανθρώπινης συμπεριφοράς και της διπλωματίας. Το συστήνω ανεπιφύλακτα!
Κωνσταντίνος Ζέρβας,
Δήμαρχος Θεσσαλονίκης
Η αλήθεια είναι ότι από την ανάληψη των καθηκόντων μου είναι ιδιαίτερα δύσκολο να βρω ελεύθερο χρόνο για να διαβάσω βιβλία που μου αρέσουν. Για να μη χάσω την επαφή μου, σημειώνω και αγοράζω μερικά από αυτά, ώστε βλέποντάς τα στη βιβλιοθήκη του σπιτιού μου ή στο γραφείο μου να θυμάμαι ότι έχω και αυτήν την «εκκρεμότητα». Είναι μονίμως εκεί, διαρκής υπενθύμιση – κάποια στιγμή είμαι σίγουρος ότι θα βρω την ευκαιρία να καλύψω το χαμένο έδαφος. Έχω αποδεχθεί ότι δεν γίνονται όλα ταυτόχρονα και η θέση του δημάρχου είναι απαιτητική, εάν θέλεις να προχωρήσουν τα πράγματα.
Πρόχειρα σκέπτομαι τουλάχιστον πέντε τίτλους που θα ήθελα να έχω διαβάσει, αλλά δεν έχω καταφέρει παρά μόνο να ξεφυλλίσω. Το τελευταίο διάστημα διαβάζω το «Η πλατεία και ο πύργος - Δίκτυα, ιεραρχίες και η πάλη για παγκόσμια ισχύ» του Νιλ Φέργκιουσον.
Δεν το έχω ολοκληρώσει, όμως απ’ όσο έχω καταφέρει να διαβάσω μου κέντρισε την προσοχή και σχεδόν με εντυπωσίασε, για αυτό επιλέγω να γράψω γι’ αυτό. Και βέβαια, πριν αναφερθώ σε αυτό καθ’ αυτό το κείμενο, δεν μπορώ παρά να αναφερθώ στον συγγραφέα του. Ο Νιλ Φέργκιουσον μέσα από τα βιβλία του αποδεικνύει πως άνθρωποι με σημαντική ακαδημαϊκή πορεία μπορούν να απευθυνθούν με μεγάλη επιδραστικότητα σε ευρύτερα κοινά. Ο διακεκριμένος Βρετανός (οικονομικός) ιστορικός έχει τη δυνατότητα να παρουσιάσει με τρόπο κατανοητό, απλό αλλά όχι απλοϊκό, μια επισκόπηση της παγκόσμιας ιστορίας, φωτίζοντας τα κρίσιμα, δομικά χαρακτηριστικά τη εξέλιξης.
Επί του συγκεκριμένου, διαβάζοντας κάποιες αρχικές βιβλιοπαρουσιάσεις στο διαδίκτυο εκτίμησα ότι στο βιβλίο αυτό μπορώ να βρω απαντήσεις σε ερωτήματα που έχουν προκύψει τα τελευταία χρόνια, και ιδιαίτερα το 2020 με την πανδημία. Η πανδημία είναι ένα πλανητικό γεγονός και μια ταυτόχρονη πρόκληση, στην οποία δεν απαντά όλος ο πλανήτης με τον ίδιο τρόπο. Βλέπουμε άλλη προσέγγιση των ασιατικών - ανατολικών χωρών, άλλη της Δύσης. Διαφορετικά ενεργούν οι τεχνολογικά ανεπτυγμένες και αλλιώς όσες υστερούν. Όλα αυτά εντάσσονται ή όχι σε ένα αναλυτικό σχήμα; Είναι απόρροια διοικητικών, πολιτικών ή πολιτισμικών δομών;
Στο «Η πλατεία και ο πύργος - Δίκτυα, ιεραρχίες και η πάλη για παγκόσμια ισχύ» το βασικό επιχείρημα είναι ότι η Ιστορία στο σύνολό της μπορεί να γίνει κατανοητή ως αλληλεπίδραση μεταξύ ιεραρχιών και διανεμητικών δικτύων. Μπορεί ο 21ος αιώνας να έχει χαρακτηριστεί ως μια αναδυόμενη εποχή των δικτύων, όμως ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι τα δίκτυα ήταν πάντα ανάμεσά μας και εν πολλοίς αυτά καθόρισαν την εξέλιξη. Οι «ιεραρχίες» ισχυρίζονταν ότι μέσα από τους ψηλούς πύργους που τις στέγαζαν κυβερνούσαν τον κόσμο, όμως η πραγματική δύναμη ίσως βρισκόταν στις πλατείες – ως δίκτυο που διανέμει γνώση, τεχνογνωσία, ριζοσπαστικές ιδέες και πεποιθήσεις κ.ο.κ.
Είναι αξιοθαύμαστο πως μέσα από αυτό το αναλυτικό σχήμα προσεγγίζονται γεγονότα διαφορετικών ιστορικών περιόδων από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, σε όλα τα μήκη και πλάτη του κόσμου. Εμφανίζεται με τον τρόπο αυτό ένα μοτίβο που προσθέτει εργαλεία στην κατανόηση της εξέλιξης. Για παράδειγμα, η σχέση Δύσης και Κίνας είναι χαρακτηριστική περίπτωση, με τη μεν πρώτη να μετατρέπεται λόγω της πτώσης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας σε ένα ανεξάντλητο πεδίο δικτύων, με τη δε δεύτερη να αναπτύσσεται βασισμένη σε μία κεντρική ιεραρχική δομή. Η έλλειψη κεντρικής διεύθυνσης στη Δύση επέτρεψε και ευνόησε τη δημιουργία ποικιλόμορφων δικτύων που καινοτομούν ως αυτόνομοι κόμβοι, σε αντίθεση με τη συγκριτικά πιο ανεπτυγμένη Ανατολή το 1500μ.Χ., που δεν κατάφερε να υιοθετήσει τις καινοτομίες έγκαιρα και καθολικά.
Πιστεύω ότι καλώς εχόντων των πραγμάτων θα κατορθώσω να ολοκληρώσω την ανάγνωση σύντομα, γιατί η στοίβα βιβλίων είναι παρούσα και με περιμένει. Δυστυχώς όμως, όπως προείπα, είναι και αυτή μια πολυτέλεια που δεν έχω το τελευταίο διάστημα. Ελπίζω μετά το πέρας αυτής της αυτοδιοικητικής και γόνιμης περιπέτειας για τη Θεσσαλονίκη να μην έχει δημιουργηθεί μία νέα βιβλιοθήκη.
Γιώργος Καμίνης,
Πρ. Δήμαρχος Αθηναίων,
βουλευτής Επικρατείας του ΚΙΝΑΛ
Μεταξύ επαγγελματικών και οικογενειακών υποχρεώσεων, καθώς και της συγγραφής του δικού μου βιβλίου για τα χρόνια μου στον Δήμο Αθηναίων, ο χρόνος που απομένει για ποιοτική ανάγνωση είναι πολύ λιγότερος από όσο θα ήθελα. Έτσι, η επιλογή του επόμενου βιβλίου που θα διαβάσω αποτελεί πάντοτε έναν πονοκέφαλο: θα είναι κάτι που μπορεί να εμπλουτίσει την παρουσία μου στη Βουλή; Ένα μυθιστόρημα που θα με ταξιδέψει και θα πάρει το μυαλό από τα τετριμμένα της καθημερινότητας; Ένα δοκίμιο που θα διευρύνει τις γνώσεις μου στα επιστημονικά μου ενδιαφέροντα; Οι επιλογές είναι πολλές και τα διλήμματα δύσκολα.
Όταν, όμως, διάβασα το βιβλίο του φίλου Δημήτρη Χριστόπουλου, «Αν το προσφυγικό ήταν πρόβλημα, θα είχε λύση» (Εκδόσεις Πόλις), βρέθηκα στην ευχάριστη θέση να νιώσω ότι ικανοποιήθηκα ως αναγνώστης και στα τρία επίπεδα. Ένα βιβλίο απαραίτητο για κάποιον που ασχολείται καθημερινά με το προσφυγικό, εύληπτο και γλυκό ανάγνωσμα που διαπνέεται από ανθρωπισμό, μια πολιτική τοποθέτηση που επηρεάζει καταλυτικά τον δημόσιο διάλογο σε ένα τόσο δύσκολο θέμα.
Ο Χριστόπουλος ασχολείται με το προσφυγικό φαινόμενο εδώ και πολλά χρόνια. Η γνώμη του έχει σφυρηλατηθεί μέσα από πολύπλευρες εμπειρίες και επαφές με ποικίλες απόψεις. Στο Πανεπιστήμιο, στην Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, στο Υπουργείο Μεταναστευτικής Πολιτικής. Η συμπυκνωμένη αυτή εμπειρία δεν καταλήγει όμως, ευτυχώς, σε δυσνόητες νοηματικές κατασκευές και στείρα ακαδημαϊκότητα. Αντίθετα, με τρόπο απλό και λόγο αποφορτισμένο από περιττές εντάσεις (μιας και το θέμα είναι ήδη ιδιαίτερα φορτισμένο), το βιβλίο εξηγεί τη φυσικότητα του φαινομένου της μετανάστευσης, καθώς και τις ιστορικές, κοινωνικές και οικονομικές αλληλουχίες που καταλήγουν στα ζητήματα που απασχολούν σήμερα την επικαιρότητα.
Η ίδια η επιλογή του τίτλου του βιβλίου αποτυπώνει εξ ολοκλήρου τον τρόπο που ο συγγραφέας προσεγγίζει τη θεματική του. Ποιος πραγματικά είναι πρόσφυγας και ποιος μετανάστης; Έχει καν νόημα ένας τέτοιος διαχωρισμός; Γιατί οφείλει η ανθρωπότητα να παρέχει προστασία σε ανθρώπους που μας «χτυπούν την πόρτα»; Γιατί η Ελλάδα βρέθηκε στην κόψη της προσφυγικής κρίσης το 2015; Τι μπορούμε να περιμένουμε από το μέλλον; Το βιβλίο είναι ένα μάθημα ισορροπίας μεταξύ των ανθρωπιστικών αξιών, που δικαίως θεωρούμε κορωνίδα της ανθρώπινης εξέλιξης, και των πρακτικών προβλημάτων που εγείρει η μετακίνηση των πληθυσμών με τη σημερινή της μορφή. Υπάρχουν τόσες εύλογες παρανοήσεις αλλά και τόση προκατάληψη στον δημόσιο διάλογο γύρω από το προσφυγικό, που μια τέτοια φωνή είναι εξαιρετικά χρήσιμη. Πολλές φορές, για να κατανοήσουμε, οφείλουμε να κάνουμε ένα βήμα πίσω και να εξετάσουμε τα πράγματα στις ρίζες τους. Να «απομαγεύσουμε τη στιγμή από τα πάθη της», όπως πολύ επιτυχημένα αναφέρει ο Χριστόπουλος.
Ο συγγραφέας, στο οπισθόφυλλο, διατείνεται πως φιλοδοξεί να προσφέρει επιχειρήματα σε όσους πιστεύουν ότι το προσφυγικό ήρθε για να μείνει και πρέπει να μάθουμε να το διαχειριζόμαστε, μακριά από εξωραϊσμούς αλλά και δαιμονοποιήσεις. Μιας και συγκαταλέγω τον εαυτό μου σθεναρά σε αυτή την κατηγορία, τον ευχαριστώ γιατί ως συγγραφέας κατάφερε ακριβώς αυτό που ξεκίνησε να πετύχει.
Μιχάλης Κατρίνης,
Βουλευτής Ηλείας ΚΙΝΑΛ
Το βιβλίο «Η σοφία του ηγέτη» του Robin Sharma, που μου χάρισε μία συνεργάτης μου, ήταν το βιβλίο που συνόδευσε αρκετές από τις «ατελείωτες» ώρες καραντίνας στην Ηλεία, τις ημέρες των εορτών. Η επιμονή της να το διαβάσω κέντρισε το ενδιαφέρον μου, αφού γνώριζε τον ελάχιστο χρόνο που μπορούσα να διαθέσω στον εαυτό μου, ακόμα και την περίοδο των εορτών.
Ένα βιβλίο-προσωπική εξομολόγηση, που παραθέτει μία εναλλακτική ματιά στον κόσμο της διοίκησης, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στην ομαδική προσπάθεια, διατηρώντας, όμως, στο επίκεντρο της όλης δραστηριότητας τον ανθρώπινο παράγοντα.
Ταυτόχρονα, στο βιβλίο αναλύεται μια διαφορετική φιλοσοφία ζωής και αντίληψης της έννοιας της επιτυχίας και της πραγματικής ικανοποίησης, η οποία δεν αποτελεί μόνο προσωπικό στοίχημα για τον καθένα από εμάς, αλλά πρέπει να ανήκει σε πολλούς και να αφορά στους πολλούς, αν όχι στο σύνολο των συμμετεχόντων σε μία προσπάθεια.
Και αυτό είναι το δύσκολο, ειδικά αν αναλογιστούμε ότι ο συγγραφέας είναι ένας ιδιαίτερα ανταγωνιστικός μάνατζερ με πολλές φιλοδοξίες και ακόμα περισσότερες επιτυχίες. Αυτός ο άνθρωπος μεταμορφώνεται σε έναν δοτικό συνεργάτη, αν και στην αρχή είναι πολύ δύσπιστος στις αλλαγές και τις παραινέσεις του παλιού του φίλου. Τελικά, όμως, βλέπει τις θετικές επιπτώσεις στην καθημερινότητά του από την αλλαγή του προτύπου και τις συμβουλές του ανθρώπου που τόσο εκτιμά και θαυμάζει.
Αλλαγές που αφορούν τις σχέσεις του με τους συνεργάτες του, τους οποίους εντάσσει πλέον σε μια ομαδική προσπάθεια, αλλά και στις σχέσεις της καθημερινής τους ζωής, στις οποίες δίνει μεγαλύτερη βαρύτητα. Αρχίζει να βλέπει τη ζωή και τους ανθρώπους διαφορετικά, μπαίνοντας για πρώτη φορά στο δικό τους μυαλό και ανιχνεύοντας τις δικές τους επιθυμίες για τη ζωή.
Παραθέτω δύο αποσπάσματα από το βιβλίο που μου έκαναν εντύπωση. Ως δίδαγμα ζωής την αναφορά: «Μην περιμένεις από τους άλλους να γίνουν τίποτα περισσότερο από αυτό που είσαι πρόθυμος να γίνεις εσύ ο ίδιος». Κάτι που φαντάζει επίκαιρο όσο ποτέ, ειδικά σε περιόδους όπως αυτή που διανύουμε, με τον καθένα από εμάς να αποδίδει την ευθύνη κάπου αλλού και να μην αναλογίζεται τη δική του ευθύνη.
Εν μέσω της πανδημίας και της πρωτοφανούς κατάστασης την οποία βιώνουμε συγκράτησα την αποστροφή: «Δεν υπάρχει φάρμακο σαν την ελπίδα, κίνητρο τόσο μεγάλο, τονωτικό τόσο ισχυρό σαν την προσδοκία για ένα καλύτερο αύριο». Δεν πρέπει να πάψουμε να ελπίζουμε ότι οι συνθήκες θα βελτιωθούν, αρκεί να το πιστέψουμε εμείς οι ίδιοι. Ειδικά οι νεότεροι, έχοντας συνηθίσει στην κατάσταση παρατεταμένης κρίσης, δεν πρέπει να παραιτηθούν, αλλά να συνεχίσουν να αγωνίζονται. Και το κίνητρο είναι μόνο η ελπίδα, πραγματικό φάρμακο σε αυτή την πρωτόγνωρη κατάσταση που ζούμε, άγνωστο για πόσο ακόμα.
Γιώργος Σ. Κουμουτσάκος,
Πρ. Αναπληρωτής Υπουργός Μετανάστευσης
Βουλευτής Β1 Βόρειου Τομέα Αθηνών, Ν Δ.
Δύο βιβλία και όχι ένα συγκράτησαν αυτήν την εποχή την προσοχή μου, διεκδίκησαν και τελικά κέρδισαν μέρος του χρόνου μου, που όπως συνήθως συμβαίνει στη μάχιμη πολιτική είναι είδος «εν ανεπαρκεία».
Πρόκειται για δύο δοκίμια περιορισμένα σε σελίδες αλλά ευρύτατα σε ουσία, ιδέες και προβληματισμό. Συγγραφέας ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους πολιτικούς στοχαστές της Ευρώπης. Ο Βούλγαρος Ιβάν Κράστεφ.
Πρόκειται για το «Μετά την Ευρώπη. Μετανάστευση – Εθνικισμός – Λαϊκισμός», και το πρόσφατα εκδοθέν στα ελληνικά «Ήρθε το αύριο ή ακόμα; Πως η πανδημία αλλάζει την Ευρώπη».
Και τα δύο δεν ξεπερνούν αθροιστικά τις 200 σελίδες. Ξεπερνούν όμως κατεστημένες απόψεις και αμφισβητούν συμβατικές πεποιθήσεις, σε βάζουν να σκεφτείς και να δράσεις διαφορετικά.
Το πρώτο επικεντρώνεται στη μεταναστευτική πρόκληση που αντιμετωπίζει η Ευρώπη. Γραμμένο λίγο μετά τη μεγάλη μεταναστευτική κρίση του 2015, επισημαίνει σωστά κατά τη γνώμη μου ότι το μεταναστευτικό ζήτημα, πέραν από μια διαρκής γεωπολιτική πρόκληση για τη γηραιά Ήπειρο, μπορεί να αποτελέσει αιτία για βαθιά, γι’ αυτό και επικίνδυνη, διάβρωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Της συνοχής και της φυσιογνωμίας της, ως κοινότητας δημοκρατικών κρατών και κοινωνιών.
Το μεταναστευτικό δεν δοκιμάζει μόνο την ασφάλεια των συνόρων και την αποτελεσματικότητα των κυβερνήσεων στη διαχείρισή του. Αγγίζει τον ιδεολογικό πυρήνα των αξιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πολώνει και διχάζει κυβερνήσεις και κοινωνίες πάνω σε ένα θεμελιώδες δίλημμα. Σεβασμός στα ανθρώπινα δικαιώματα πιθανώς σε βάρος της εξωτερικής, και εσωτερικής ασφάλειας καθώς και της κοινωνικής συνοχής; Ή προστασία της ασφάλειας ακόμα και σε βάρος με καταφανείς παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που αποτελούν ιδεολογικό πυλώνα του σύγχρονου ευρωπαϊκού πολιτισμού και τρόπου ζωής; Δικαιώματα ή Ασφάλεια;
Οποιαδήποτε μονοσήμαντη απάντηση θα ήταν για διαφορετικούς λόγους πηγή πολλών σοβαρών προβλημάτων για τη συνοχή της Ευρώπης. Αυτό που χρειάζεται είναι μια δημιουργική πολιτική, που να συνθέτει τη θεμελιώδη υποχρέωσή μας να σεβόμαστε ανθρώπινες ζωές και δικαιώματα και τη ζωτική υποχρέωσή μας να προστατεύουμε την εθνική και εσωτερική ασφάλεια των χωρών μας. Μια σύνθεση ασφάλειας και δικαιωμάτων είναι η μόνη λύση. Αυτό που τελικά χρειάζεται είναι μια πολιτική «δημοκρατικής αυστηρότητας». Το πώς αυτή η πολιτική ισορροπία θα επιτευχθεί είναι το μεγάλο ζητούμενο.
Μπορεί όμως να δώσει μια ξεκάθαρη απάντηση μια Ευρώπη 27 κρατών-μελών; Μπορεί να υπάρξει συναίνεση ή, ακόμα περισσότερο, ομοφωνία μεταξύ των κρατών-μελών σε μια πολιτική, όταν κάποια από αυτά ως κράτη πρώτης γραμμής δέχονται την πίεση ενός μεταναστευτικού ωστικού κύματος που εκ των πραγμάτων δεν μπορούν να διαχειριστούν, ενώ κάποια άλλα δεν έχουν την παραμικρή πρόθεση να αποδεχθούν τη δίκαιη κατανομή του μεταναστευτικού βάρους μεταξύ όλων των κρατών-μελών; Μπορεί τελικά να υπάρξει ενιαία, ολοκληρωμένη και αποτελεσματική ευρωπαϊκή πολιτική μετανάστευσης και ασύλου; Μετά λόγου γνώσεως απαντώ: Πολύ δύσκολο. Όχι όμως ακατόρθωτο.
Το ίδιο στην ουσία ζήτημα και ερώτημα θέτει ο Κράστεφ και στο δεύτερο δοκίμιό του, με αφορμή αυτήν τη φορά την πανδημία. Μπορεί η Ευρώπη να αντιμετωπίσει με ενιαίο, συντονισμένο τρόπο την πανδημία; Θα μείνει αλώβητη μετά την πανδημική κρίση; Θα είναι περισσότερο διχασμένη ή ενωμένη;
Σε κάθε περίπτωση δεν θα είναι η ίδια.
«Η νόσος Covid-19 θα αλλάξει τον κόσμο μας σε βάθος. Ο κόσμος θα μεταμορφωθεί όχι επειδή οι κοινωνίες μας θέλουν την αλλαγή, ή επειδή υπάρχει συναίνεση για την κατεύθυνση της αλλαγής, αλλά επειδή απλώς δεν μπορούμε να γυρίσουμε πίσω», αναφέρει ο Κράστεφ, και τείνω να συμφωνήσω μαζί του. Η προσμονή για μια επιστροφή στην κανονικότητα που ξέραμε δεν είναι τίποτε άλλο από μια ψευδαίσθηση, μια απλουστευτική φενάκη.
«Χρειάστηκε ένας ιός για να γυρίσει ανάποδα ο κόσμος. Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει μπει προσωρινά σε αναστολή. Οι πολίτες έχουν καταφύγει στην ασφάλεια του έθνους-κράτους και η δημοκρατία έχει μπει σε αναστολή, καθώς νόμοι έκτακτης ανάγκης έχουν θεσπιστεί στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Ο καπιταλισμός τελεί κι αυτός υπό προσωρινή αναστολή, με την ανεργία να εκτοξεύεται στα ύψη και την παγκόσμια οικονομία να διέρχεται μια κρίση πολύ πιο καταστροφική από τη μεγάλη ύφεση του 2008-2009. Η κυβερνητική “παρείσφρηση” στις οικονομικές αγορές έχει φτάσει στο υψηλότερο σημείο της από το 1989 κα έπειτα, καθώς η προσωρινή εθνικοποίηση έχει γίνει η νέα κανονικότητα».
Αρκεί αυτή η περιγραφή, συμφωνεί κανείς ή διαφωνεί μαζί της, για να κάνει τους αναγνώστες τού «Ήρθε το αύριο ή ακόμα;», όπως έκανε και σε εμένα, να μην το αφήσουν από τα χέρια τους μέχρι να φτάσουν στηn τελευταία, 83η σελίδα του. Να διαβάσει με προσοχή τον επίλογο με τα «7 παράδοξα της πανδημίας», φτάνοντας στη καταληκτική πρόταση: «Ο κορωνοϊός “μολύνει” τον πλανήτη με κοσμοπολιτισμό, στρέφοντας συγχρόνως τα κράτη απέναντι στην παγκοσμιοποίηση».
Καλή ανάγνωση.
Μαριλίζα Ξενογιαννακοπούλου,
Πρ. Υπουργός Διοικητικής Ανασυγκρότησης Ελλάδας
Τομεάρχης Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων του ΣΥΡΙΖΑ
Διάβασα το βιβλίο του Κρίστοφερ Μ. Γούντχαουζ, «Καποδίστριας. Ο θεμελιωτής της Ανεξαρτησίας της Ελλάδας».
Είναι μια βιογραφία του Καποδίστρια, που γράφτηκε το 1973, και επανεκδόθηκε με την ευκαιρία της επετείου των 200 ετών από την Επανάσταση του 1821. Ο συγγραφέας, που ήταν γνώστης της Ελλάδας και της Ιστορίας της, καθώς είχε συνεργαστεί με τις οργανώσεις της Εθνικής Αντίστασης την περίοδο της Κατοχής και είχε διαδραματίσει ενεργό ρόλο στην εμβληματική αντιστασιακή πράξη της ανατίναξης της γέφυρας του Γοργοπόταμου στις 25-11-1942, προσεγγίζει τον Καποδίστρια με ιστορική και πολιτική ματιά. Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, γιατί παρουσιάζει και φωτίζει τη ζωή, την προσωπικότητα και την προσφορά του Καποδίστρια από μια ευρύτερη σκοπιά. Πώς τον αντιμετώπιζαν οι ευρωπαϊκές δυνάμεις της εποχής του και τον ενεργό ρόλο που διαδραμάτισε στη διαμόρφωση των εξελίξεων και των διεθνών σχέσεων εκείνης της περιόδου, αλλά και πώς αντιμετωπίζεται από τους σύγχρονους.
Θανάσης Παφίλης,
Κοινοβουλευτικός Εκπρόσωπος & μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ
Με αφορμή το πολύ ενδιαφέρον ερώτημά σας, επιτρέψτε μου να σας πω ότι στο Κόμμα μας δίνουμε ιδιαίτερο βάρος στο διάβασμα του καλού βιβλίου κι όχι μόνον του πολιτικού, αλλά και του ιστορικού και του λογοτεχνικού. Άλλωστε, είναι πασίγνωστο πως σημαντικότατοι λογοτέχνες της χώρας μας έχουν συνδέσει τη ζωή και το έργο τους με την ιστορική διαδρομή του ΚΚΕ, με τους μεγάλους αγώνες του λαϊκού κινήματος. Μια παράδοση –αλλά και ανάγκη τού σήμερα, που οφείλουμε να συνεχίσουμε, και είναι πραγματικά αξιόλογη η δραστηριότητά μας και σε αυτό το κομμάτι, με τις εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή».
Το τελευταίο διάστημα διαβάζω το «1821. Η επανάσταση και οι απαρχές του ελληνικού αστικού κράτους», συλλογικής επιμέλειας του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ, που εκδόθηκε ενόψει της επετείου των 200 χρόνων από την ελληνική επανάσταση.
Η επέτειος του ’21 αποτελεί σημαντική ευκαιρία για να προσεγγίσουμε και να γνωρίσουμε βαθύτερα τα γεγονότα που οδήγησαν στη συγκρότηση του ελληνικού αστικού κράτους, όπως και τις τοπικές και διεθνείς οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες μέσα στις οποίες αυτά εκδηλώθηκαν.
Να σας πω, όμως, ότι μόλις τέλειωσα –κυριολεκτικά μονορούφι– το «Η Μεγάλη Γαλλική Επανάσταση», του Σάντορ Φέκετε, επίσης από τις εκδόσεις της Σύγχρονης Εποχής. Πραγματικά νιώθεις πως περπατάς στους δρόμους του Παρισιού τη στιγμή που διαδραματίζονται οι μεγάλες, ιστορικές, λαϊκές εξεγέρσεις, που «έσπασαν τον πάγο» και γι’ αυτές που «μέλλονται να ’ρθουν».
Πάνος Σκουρλέτης,
Πρ. Υπουργός Εσωτερικών
Βουλευτής Επικρατείας ΣΥΡΙΖΑ
Ένα βιβλίο που ξεκίνησα πρόσφατα, και έπεται συνέχεια μιας και πρόκειται για δίτομο, είναι το «Λύκος Ανάμεσα σε Λύκους» του Χανς Φάλλαντα. Τοποθετείται χρονικά στην περίοδο του Μεσοπολέμου στη Γερμανία, όσο εκκολάπτεται το αυγό του φιδιού. Είναι ενδιαφέρον τόσο από ιστορική σκοπιά όσο και από λογοτεχνική. Κι ενώ o αναγνώστης γνωρίζει την έκβαση της κατάστασης (αναφέρομαι στην άνοδο του Χίτλερ και του ναζιστικού κόμματος στην εξουσία), ξετυλίγονται όλα τα μικρά στοιχεία της καθημερινότητας των λογοτεχνικών ηρώων, όλες εκείνες οι κοινωνικές πτυχές που θα οδηγήσουν στην ιστορική τομή.
Οι τρεις ήρωες, που οι ζωές και οι τύχες τους διασταυρώνονται, είναι πρώην στρατιωτικοί που πολέμησαν στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και πασχίζουν να επιβιώσουν με διάφορους τρόπους ή τζογάροντας (όπως ο κεντρικός ήρωας Βόλφγκανγκ Πάγκελ) στο Βερολίνο του 1923, όταν οι πρώτες ρωγμές της οικονομικής κρίσης, η ανεργία και η φτώχεια έχουν αρχίσει να εμφανίζονται δυναμικά.
Οι ήρωες αλλά και οι δευτερεύοντες χαρακτήρες δημιουργούν ένα μωσαϊκό ανθρωποτύπων στα όρια της εξαθλίωσης, που σε ταραγμένα πολιτικά χρόνια δεν έχουν πολιτική δράση μη παίρνοντας θέση στις ταξικές συγκρούσεις που προκύπτουν. Γύρω τους εμφανίζονται δυναμικές αντιδράσεις, τις οποίες εκείνοι παρατηρούν και οριακά τις αγνοούν. Παράλληλα, ούτε στρέφονται ή φαίνεται να ενδιαφέρονται για μια ριζοσπαστική κοινωνική θεώρηση. Παραμένουν στα όρια της ημιπαρανομίας, παρατηρώντας μια κοινωνία σε πτώση, προσπαθώντας να επιβιώσουν ως μονάδες, χωρίς καμία σύνδεση με τον κοινωνικό ιστό.
Ο αναγνώστης, γνωρίζοντας την έκβαση των ιστορικών γεγονότων, νιώθει ότι αυτή η απάθεια, η απουσία ενός θετικού οράματος για την κοινωνία, μιας πολιτικής διεξόδου οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στις φρικαλεότητες που θα ακολουθήσουν, στην επικράτηση των «λύκων» και φυσικά ότι η ιστορία δύναται να επαναληφθεί ή επαναλαμβάνεται εντέλει, γιατί οι «λύκοι» επανεμφανίζονται σε συνθήκες οικονομικής κρίσης εκμεταλλευόμενοι τα δημοκρατικά ελλείματα της εκάστοτε συγκυρίας. Τρέφονται από τις ακραίες αντικοινωνικές πολιτικές, ανθεί η δράση τους στο έδαφος της κοινωνικής κρίσης, με πιο πρόσφατο παράδειγμα αυτό των αναβιωτών της ναζιστικής ιδεολογίας στο Ελληνικό Κοινοβούλιο. Το μυθιστόρημα αυτό αποτελεί εξαιρετική τροφή για σκέψη και προβληματισμό, γιατί οι δημοκρατικοί πολίτες οφείλουν να αντιπαλεύουν τις αιτίες που οδηγούν σε τέτοια φαινόμενα. Η δημοκρατία ως διακύβευμα απαιτεί διαρκή επαγρύπνηση.