Trump Vs Musk: Η Αναμέτρηση που Αλλάζει την Ιστορία
Η σύγκρουση Τραμπ–Μασκ ξεπερνά την πολιτική. Είναι μάχη επιρροής, αφήγησης και εξουσίας. Μετά τα αρχεία Έπσταϊν, δεν υπάρχει επιστροφή.
Πώς γίνεται μια ατάκα που ακούς στην πεζή και βρώμικη καθημερινότητα να σου φέρνει τόσους συνειρμούς, ώστε να μετατρέπει την οργή σου σε ρομαντική διάθεση… Ίσως, αναζητώντας το αντίβαρο, ψάχνεις αναντίστοιχες περιπτώσεις και η γαλήνη πλημμυρίζει την ψυχή. Μια γαλήνη γεμάτη εικόνες από «άντρες παλαιάς κοπής», που μόνο ενοχλητικοί δεν ήταν. Ρομαντικοί, σεμνοί, ταλαντούχοι, καλλιεργημένοι, ευγενικοί, κύριοι… Ναι, υπήρξαν και –ευτυχώς– υπάρχουν ακόμη.
Και η φαντασία, που θέλει να ξεφύγει από τις βρωμιές κάποιων άλλων αντρών με το «α» μικρό, πεζό, χυδαίο, τρέχει σ’ εκείνους με το «Α» κεφαλαίο. Μ’ εκείνους να σμίξει, μ’ εκείνους να διαλογιστεί, κουβέντα να πιάσει για το πώς εκείνοι δεν έγιναν φασίστες. Γιατί η επιβολή του δυνατού στον αδύναμο είναι φασισμός, που ξεκινάει από την πολιτική και φτάνει στα σπίτια του καθενός μας. Στο χέρι μας είναι να τον απεμπολήσουμε.
Και πρώτη μαγευτική εικόνα εκείνη του Ντίνου Ηλιόπουλου – ένας χαρισματικός άνθρωπος, πάντα χαμογελαστός ακόμη και όταν πονούσε, ακομπλεξάριστος, ταλαντούχος, σεμνός, ευγενής. Τον βλέπω να κυκλοφορεί μ’ εκείνο το παλιομοδίτικο κοστούμι του, πάντα μ’ ένα γαρίφαλο στο πέτο, να περπατά σχεδόν χορεύοντας τα πλακόστρωτα δρομάκια, λικνιστός, ιπποτικός στο αντίθετο φύλο και στους γύρω του. Μιλάω για τον Έλληνα «Φρεντ Αστέρ», τόσο το ταλέντο του, τόση η ταπεινότητά του που, ενώ μαθήτευσε δίπλα στα ιερά τέρατα Γιώργο Βακαλό, Θράσο Καστανάκη, Μ. Καραγάτση, Γιώργο Θεοτοκά, Γιάννη Σιδέρη, Αντώνη Γιαννίδη, που ενώ ξεκίνησε την καριέρα του στα θέατρα της Κυρίας Κατερίνας, Μαρίκας Κοτοπούλη, Δημήτρη Χορν, του ήταν αδιάφορη η θέση του ονόματός του στη μαρκίζα – τι ψηλά, τι χαμηλά, η τέχνη είναι τέχνη. Ερωτεύτηκε τη γυναίκα, την ερωτεύτηκε βαθιά, με σεβασμό, με προσήλωση, κι εκείνη που του έκλεψε την καρδιά την παντρεύτηκε κι έστησε μια υπέροχη οικογένεια μαζί της. Μα μέχρι εκεί, όταν κάποια έφυγε μακριά του για άλλη αγκαλιά, εκείνος όχι μόνο δεν την εκβίασε, δεν τη κακοποίησε, δεν την παρενόχλησε, αλλά αντιθέτως έγραψε τραγούδι για τον χαμένο του έρωτα:
«Μείνε λίγο, σ’ το φωνάζω με τα μάτια, με το στόμα
και θα φύγω μοναχός μου, χωρίς δάκρυ, μείνε ακόμα,
αν σε χάσω, δεν υπάρχει ούτε αύριο, ούτε τώρα,
θα ξεχάσω, δώσ’ μου όμως, σ’ εξορκίζω λίγη ώρα.
Είναι νόμος, η αγάπη να πηγαίνει με τη λύπη,
ίσως όμως, να πεθαίνουμε πιο γρήγορα άμα λείπει,
πονεμένα, μία χάρη σου ζητάω, τελευταία
κι από ’μένα δεν θα πάρεις ούτε γράμμα, ούτε νέα».
Ήταν ένα τραγούδι που μελοποίησε ο Σπύρος Παππάς, και λίγοι γνωρίζουν ότι τους στίχους είχε γράψει ο Ντίνος Ηλιόπουλος όταν τον εγκατέλειψε η Άννα Φόνσου για να παντρευτεί τον πλούσιο επιχειρηματία Κώστα Παλτόγλου. Η οποία Άννα Φόνσου ησύχασε μόνο όταν τον είδε αργότερα ευτυχισμένο με την πανέμορφη γυναίκα του, τη Χίλντεγκαρντ, αυστριακής καταγωγής, με την οποία έζησε ένα από τα μεγάλα όνειρά του, εκείνο της υπέροχης οικογένειας, καθώς το άλλο μεγάλο του όνειρο ήταν το δικό του θέατρο.
Έτσι λειτουργούν οι άντρες παλαιάς κοπής. Με σεβασμό στη γυναίκα, με σεβασμό στον συνεργάτη τους, στον συνάνθρωπό τους, στον γείτονά τους.
Προφανώς οι άλλοι «άντρες παλαιάς κοπής» εκείνοι με το μικρό, πεζό, χυδαίο «α», δεν ξέρουν, δεν είδαν, δεν άκουσαν για τον Θανάση Βέγγο, άλλη τεράστια μορφή του ελληνικού θεάτρου και κινηματογράφου, εκείνον που δεν σπούδασε σε δραματική σχολή, αλλά έμαθε το τι θα πει ηθοποιός (=ήθος+ποιώ) στην εξορία στη Μακρόνησο, βλέποντας και ζώντας εκ των έσω τι σημαίνει φασισμός για έναν ολόκληρο λαό. Τόσο άνθρωπος, τόσο σεμνός, τόσο ταπεινός, ώστε όταν επί Χούντας τον πλησίασε ο Μίνως Βολανάκης για να παίξει Αριστοφάνη, εκείνος απάντησε: «Τι δουλειά έχω εγώ μ’ αυτά; Αυτά είναι για τους ανθρώπους της κουλτούρας». Εκείνος που δεν ήταν της «κουλτούρας», παιδί και σύντροφος και μαθητής του Νίκου Κούνδουρου που λούστηκαν μαζί στην εξορία.
Προφανώς οι άλλοι «άντρες παλαιάς κοπής» –εκείνοι, ντε, με το μικρό, πεζό, χυδαίο «α»– δεν ξέρουν, δεν είδαν, δεν άκουσαν τίποτε για έναν Γιαννούλη Χαλεπά, που όταν ζήτησε από τους γονείς της αγαπημένης του την άδεια να την παντρευτεί κι εκείνοι αρνήθηκαν, τρελάθηκε. Ναι, τρελάθηκε, όπως είχε τρελαθεί και ο Γεώργιος Βιζυηνός για τον ίδιο λόγο, και περνούσε ντυμένος γαμπρός με στολισμένη άμαξα από τους δρόμους της Αθήνας, χωρίς τη νύφη του μαζί του. Δεν εκβίασαν, δεν βίασαν, μόνο πόνεσαν. Όπως και για τον σπουδαίο μας ποιητή Νίκο Καββαδία, που τον ξέπνοο ανδρισμό του χαλιναγωγούσε στα μπορντέλα των λιμανιών που έπιανε το πλοίο του, κι όταν ερωτεύτηκε πια στο λυκαυγές της ζωής του τη νεαρή φιλόλογο Θεανώ Σουνά, αρκέστηκε να της γράψει ένα ερωτικό γράμμα, που άλλο σαν αυτό δεν έχω διαβάσει ποτέ, τόση η ομορφιά του, τόσος ο λυρισμός του, τόση η αγάπη του και ο σεβασμός του για ένα πλάσμα που μόνο στον ύπνο του έκανε δικό του, όχι γιατί δεν μπορούσε αλλιώς, αλλά γιατί δεν ήθελε, δεν ταίριαζε στην αισθητική του και στις αξίες που είχε θέσει στη ζωή του:
«Κοριτσάκι μου, Θαλασσωμένο απόψε το Αιγαίο.
Το ίδιο κι εγώ.
Χθες δεν πρόλαβα να καθίσω στο τραπέζι κι ένα τηλέφωνο
με κατέβασε στο λιμάνι. Στις εφτά που σαλπάραμε, δεν
μπορούσα να περπατήσω από την κούραση. Η παρηγοριά μου
ήταν η “ώρα” σου. Η λύπη μου ότι δεν κυβέρνησα ούτε στιγμή
το καταπληκτικό Θαλασσινό σκαρί, το κορμί σου.
Από δείλια και ατζαμοσύνη σήκωσα το κόκκινο σινιάλο της Ακυβερνησίας.
Είδα χθες, πολλές φορές την κοπέλα της πλώρης:
Τη λυσίκομη φιγούρα να σκοτεινιάζει, να θέλει να κλάψει.
Σα να ’χε πιστέψει για πρώτη φορά ότι πέθανε, ο Μεγαλέξανδρος,
όμως το καρχηδόνιο επίχρισμά του έμενε το ίδιο λαμπρό.
Με το αυτοκρατορικό κάλυμμά του. Κόκκινο της Πομπηίας
Rosso romano, πορφυρό της Δαμασκός.
Βελούδο που σκεπάζει ιερό δισκοπότηρο.
Όστρακο ωκεάνιο αλμυρό. Κρασί βαθυκόκκινο που δίνει
δόξα στο κρύσταλλο. Πληγή από κοπίδι κινέζικο.
Αστραπή. Βυσσινί ηλιοβασίλεμα.
Λαμπάδα της πίστης μου.
Ανοιχτό σημάδι του έρωτά μου
Όνειρο και τροφή της παραφροσύνης μου
Σε αγκαλιάζω».
Γιατί αυτοί είναι οι αληθινοί Άντρες (με «Α» κεφαλαίο), ευγενικοί, ρομαντικοί, ιππότες, σεμνοί, καλοκάγαθοι, που όταν ερωτεύονται το μόνο που σκέφτονται είναι η ευτυχία του αντικειμένου του πόθου τους, και όχι η επιβολή του «άντρα τού πολλά βαρύ» στο κορμί και στην ψυχή εκείνης που δήθεν ερωτεύτηκαν, με εκβιασμούς, βιασμούς, ξυλοδαρμούς.
Και αυτούς τους «ωραίους τρελούς άντρες» οραματίζομαι, όταν θέλω να ξεφύγω από την μπόχα της βρωμιάς των φασιστοειδών, που δυστυχώς ζούσαν, ζουν και θα ζουν ανάμεσά μας και προσβάλλουν την έννοια «Άντρας Παλαιάς Κοπής».
Γιατί η καθημερινότητά μας δεν είναι πεζή, κι ας παλεύουν κάποιοι έτσι να τη βαφτίσουν, η καθημερινότητά μας δεν είναι βρώμικη, βρώμικοι είναι εκείνοι που έτσι τη θέλουν… Η καθημερινότητά μας είναι το «βελούδο που σκεπάζει το ιερό δισκοπότηρο». Έτσι τη θέλουμε κι έτσι τη βιώνουμε. Κι ευτυχώς, έχουμε λαμπρά παραδείγματα για να μας δείχνουν τον δρόμο, τους καλούς πατεράδες μας.