Trump Vs Musk: Η Αναμέτρηση που Αλλάζει την Ιστορία
Η σύγκρουση Τραμπ–Μασκ ξεπερνά την πολιτική. Είναι μάχη επιρροής, αφήγησης και εξουσίας. Μετά τα αρχεία Έπσταϊν, δεν υπάρχει επιστροφή.
Ο Ανδρέας Λουκάκος, φίλος στο Facebook, ανέβασε ένα ποστ όπου λέει τα εξής: «Τεράστιος ο Χατζηδάκις, σπουδαίος ο Θεοδωράκης, επιβλητικός ο Μικρούτσικος, μεγάλα τραγούδια ο Λοΐζος, αλλά επιδραστικότερος όλων ο Σαββόπουλος. Ήρθε και άλλαξε την ελληνική μουσική για πάντα, και δεν είναι τυχαίο πόσο ψηλά τον έχουν οι επόμενοι που με τη σειρά τους καθορίζουν την ελληνική μουσική με πρώτο και καλύτερο τον Θανάση Παπακωνσταντίνου. Οι συναισθηματικές εναλλαγές που καταφέρνει στα τραγούδια του ο Σαββόπουλος είναι αδιανόητες, ο τρόπος που δεν θεώρησε τίποτα δεδομένο στη μουσική, που ανακάτεψε είδη στυλ και ρυθμούς όχι απλά μοναδικός αλλά και τρομερά εμπνευστικός για πάρα πολλούς μεταγενέστερούς του μουσικούς. Και, οκ, υπάρχει πολύς κόσμος που δεν τον συμπαθεί, υπάρχει και αρκετός που τον μισεί, αλλά όπως και να έχει η μουσική του έκανε και κάνει τη δουλειά της, μέσα μας αλλά και σε πάρα πολλά τραγούδια άλλων που δεν θα είχανε γραφτεί ποτέ αν δεν είχε υπάρξει ο πιο ιδιαίτερος και ξεχωριστός σύγχρονος Έλληνας μουσικός, ο Διονύσης Σαββόπουλος».
Συμφωνώ με τον Ανδρέα σχεδόν απόλυτα. Κάθισα το βράδυ ένα δίωρο και απόλαυσα στο YouTube το live του Σαββοπουλικού Σαββάτου στο Mega. Όταν, προς το τέλος, είδα/άκουσα πλάι στον Διονύση και τον Mente Fuerte στον «Μικρό Μονομάχο», άντε τώρα να εξηγήσεις γιατί με πιάσαν και τα δάκρυα. Μάλλον επειδή… «ή μιλάς της κάθε μιάς γενιάς, ή κλείνεις και σιωπάς».
Το 1966 έμενα με τους γονείς μου στο 33 της οδού Αλωπεκής. Γωνία Αλωπεκής και Λουκιανού, σε μια ημιϋπόγεια γκαρσονιέρα, ξέραμε πως μένει ο Διονύσης Σαββόπουλος. Είχε ήδη βγει το «Φορτηγό» και τόσο η παιδική μου φίλη η Φρόσω (που τότε την φωνάζαμε Φώφη) όσο και εγώ είχαμε πάρει το βινύλιο και το είχαμε ξεπατώσει. «Τα κορίτσια δυό-δυό», «Μη μιλάς άλλο γι’ αγάπη» (γιατί η αγάπη είναι παντού), «Βιετνάμ γιε-γιε», «Συννεφούλα» – όλα απ’ έξω τα ξέραμε. Για τους τότε 12χρονους ο Σαββόπουλος ήτανε γίγαντας – κάπως σαν τον Mente Fuerte για τους τωρινούς. Θέλαμε να του ζητήσουμε αυτόγραφο, αλλά ντρεπόμασταν.
Ένα απόγευμα που είχε έρθει η Φρόσω/Φώφη σπίτι, η μητέρα μου μας έδωσε κουράγιο: «Δεν είναι ντροπή. Θα χτυπήσετε το κουδούνι και θα του πείτε πως θέλετε ένα αυτόγραφο. Θα χαρεί κι αυτός».
Πήραμε χαρτί και μολύβι και προχωρήσαμε. Μας άνοιξε ο ίδιος νομίζω – δεν θυμάμαι με σιγουριά.
«Τι θέλετε, παιδιά;»
«Θέλουμε ένα αυτόγραφο». (Λάθος το «ένα», αλλά εκείνη την στιγμή δεν το σκεφτήκαμε).
«Ελάτε μέσα».
Ήταν και φίλοι του εκεί, αγόρια και κορίτσια, καθισμένοι σε μαξιλάρες στο πάτωμα. Έγραψε «Στην Φώφη και τον Άρη με αγάπη», κι έβαλε και μια μεγάλη τζίφρα.
Το πήραμε – αλλά προέκυψε πρόβλημα. Πηγαίναμε σε διαφορετικά σχολεία. Εκείνη Αηδονοπούλου, εγώ Μωραΐτη. Ποιος θα έπαιρνε το αυτόγραφο στο σχολείο;
Η μητέρα μου βρήκε τη λύση. Μας το κορνιζάρισε πρόχειρα με χαρτόνι, γυαλί και μεταλικά κλιπς να μη φθαρεί από το πήγαιν’-έλα και μας έριξε την ιδέα να το παίρνουμε κάποιες μέρες η Φώφη και κάποιες μέρες εγώ.
Κι έτσι έγινε – με το αυτόγραφο να τυχαίνει του ανάλογου θαυμασμού και στα δύο σχολεία.
Από τότε μέχρι τώρα, μέσα στις δεκαετίες, γίναμε πολύ φίλοι και με τον Διονύση και με την Άσπα. Δεν είναι της παρούσης οι πολλές λεπτομέρειες, τους αγαπώ όμως πολύ. Αλλά, κι αν δεν τον ήξερα, ο θαυμασμός και ο σεβασμός μου για το έργο του θα ήταν ο ίδιος. Στο post του στο facebook ο Ανδρέας Λουκάκος γράφει για τον μουσικό Σαββόπουλο.
Εμένα αυτό που με εντυπωσιάζει περισσότερο από όλα σε αυτόν τον μεγάλο καλλιτέχνη είναι ο λόγος του. Όταν μιλάμε στην Ελλάδα για «στιχουργούς» δεν περιλαμβάνουμε τον Σαββόπουλο, γιατί κανείς δεν τον θεωρεί στιχουργό. Και πολύ σωστά. Είναι ο μεγαλύτερος εν ζωή Έλληνας ποιητής – ο μόνος αυτής της γενιάς μεγάλος ποιητής. Τα τραγούδια του, και τα πολύ διάσημα και αυτά που δεν θεωρούνται μεγάλα «σουξέ», αν και άνοιξαν μουσικά άλλους δρόμους μοναδικούς και εντελώς ιδιωτικούς, συνθετικά, ενορχηστρωτικά, ερμηνευτικά και από κάθε άποψη, στηρίζονται καταρχήν στον Λόγο.
Ο Σαββόπουλος ψάχνεται από τη δεκαετία του ’60 μέχρι σήμερα παλεύοντας να αρθρώσει, τραγουδώντας, μία μεγάλη ποίηση, χωρίς να φορέσει το ρούχο των κάπως απόμακρων από τη ζωή ποιητών που προηγήθηκαν. Δεν λέω ότι το κάνει συνειδητά. Αυτό συμβαίνει όμως. Το ίδιο που συνέβη και με τον Bob Dylan, που όταν πήρε το Νόμπελ χρειάστηκε εβδομάδες για να καταλάβει γιατί το πήρε. «Δεν είμαι λογοτέχνης», έλεγε, «δεν είμαι ποιητής, τραγουδοποιός είμαι».
Το ίδιο, πιθανόν, να λέει και ο Σαββόπουλος. Όμως, πέρα από όλα τα άλλα, είναι ποιητής του λόγου, κατά τη γνώμη μου πολύ μεγάλος ποιητής. Και πολύ θα το ’θελα να μπορούσα να στηρίξω την άποψή μου αυτή παραθέτοντας εδώ κάποια παραδείγματα – κάτι τέτοιο όμως θέλει άλλου είδους προσέγγιση που δεν χωράει σε μία «άποψη». Για αυτό αφήνω εδώ κάτω μόνο ένα τραγούδι, το «Μυστικό τοπίο». Αρκεί νομίζω, για να νιώσει κανείς με τι είδους Λόγο φτιάχνει τραγούδι ο Σαββόπουλος.
«Σαν το παράπονο στη φράση: Εδώ και τώρα
Σαν το σπασμένο φαρμακείο στις δύο η ώρα
Σαν το καμένο το γήπεδο, σαν το αμόκ της μηχανής σου
μέσα απ’ τις βιτρίνας τα θρύψαλα ακούω την ψυχή σου
Κι όπως σ’ ένα τοπίο μυστικό, αντικριστά στο κήτος
έτσι μια ευλογία που αγνοώ, με κρατάει στο δικό σου το μήκος
Μου ’στειλαν μηνύματα οι βιαστικοί σου οι νάνοι
απ’ το παραλήρημα της χώρας σου που αυξάνει
Τρεις και μισή ξημερώματα, σαν διαδήλωση που πήζει
μαύρο γυαλί δίχως πρόσωπο και ξαφνικά ραγίζει
Και στου σκοτωμένου τον σφυγμό, στο φλας του ασθενοφόρου
καθρεφτίζει κάτι απ’ την ηχώ του Θεού στον βυθό του Εωσφόρου
Οι ρυθμοί μου λύσσαξαν, μα δεν κρατούν τον ήχο
της μοναξιάς σου όταν κλαις και χτυπάς τον τοίχο
Μες στης αυγής το μισόφωτο σβήνω μίλια γραμμένης ύλης
να βρεις τη σελίδα κατάλευκη να μπεις και ν’ ανατείλεις
Μ’ ένα παρανάλωμα παντού, στη Θεϊκή σου αλήθεια
σαν φωτογραφία ενός παιδιού που μου λέει: Αναγνώστη, βοήθεια
Θύρα επτά και Θύρα κάτω απ’ τις ερπύστριες
Όλα διαβήκαν απ’ τις γλώσσες τις στραγγαλίστριες
Κι όμως εγώ σ’ αφουγκράστηκα σαν λεξούλα ενός αγνώστου
κι όχι σαν μέρος του λόγου τους και του δικού τους πόστου
Για να σ’ αγκαλιάσω με καημό και τόσο να σε νιώσω
Όσο είναι τοπίο μυστικό τούτο εδώ που ποθώ ν’ αποδώσω».