Trump Vs Musk: Η Αναμέτρηση που Αλλάζει την Ιστορία
Η σύγκρουση Τραμπ–Μασκ ξεπερνά την πολιτική. Είναι μάχη επιρροής, αφήγησης και εξουσίας. Μετά τα αρχεία Έπσταϊν, δεν υπάρχει επιστροφή.
Τον Νοέμβριο του ’73 είχα κλείσει τα είκοσι και είχα, όπως οι περισσότεροι νέοι άνθρωποι, μεγάλο θυμό με τους χουντιάρηδες. Τους σιχαινόμουνα. Γι’ αυτό, μόλις ήρθαν στ’ αυτιά μου οι πρώτες πληροφορίες πως κάποιοι είχαν αρχίσει να μαζεύονται στο Πολυτεχνείο, χωρίς να ξέρω τι και γιατί, βρέθηκα εκεί και μπήκα μέσα. Αν δεν κάνω λάθος, ήταν ακόμα Τρίτη. Δεν είχα σχέση ούτε με πολιτικές νεολαίες, ούτε με οργανώσεις, ούτε με αντιστασιακούς. Είχα θυμό και γκάζια όμως. Χώθηκα μέσα και χάζευα όσο η σπίθα μεταμορφωνόταν σε πυρκαγιά, ώρα με την ώρα, μέρα με τη μέρα. Σκαρφάλωνα στα κάγκελα και έπαιρνα τα ταψιά με τα φαγητά που φέρνανε οι μανάδες, τα πανέρια με τα κουλούρια που φέρνανε οι κουλουρτζήδες, τις σακούλες με τα φάρμακα που φέρνανε οι συνάνθρωποι.
Η Παρασκευή ήταν ένα πανηγύρι. Πλήθος μέσα, πλήθος κι έξω στην Πατησίων και τους γύρω δρόμους. Δεν ήξερα κανέναν, μόνο τον Τάσο και τη Λώρη που είχαμε πάει μαζί. Η Λώρη έφυγε Τετάρτη ή Πέμπτη, με τον Τάσο το σκάσαμε παρέα λίγο μετά τα μεσάνυχτα της Παρασκευής προς Σάββατο – όταν πια οι μεγαλύτεροι και πιο υπεύθυνοι μας ενημέρωσαν πως έρχονται τα τανκς από την Αλεξάνδρας και έπρεπε να πάρουμε τις αποφάσεις μας: ή ταν ή επί τας. Δεν ήμασταν ούτε αγωνιστές ούτε γενναίοι και έτοιμοι να φάμε καμία ξώφαλτση. Είχαμε δει το φορείο που πέρασε μπροστά μας με τον τραυματισμένο και τα αίματα. Μαζί με πολλούς άλλους και με τη βοήθεια των πιο οργανωμένων, περάσαμε από ένα άνοιγμα στα πίσω κάγκελα και βγήκαμε στην Μπουμπουλίνας. Φτάσαμε σπίτια μας στις 2 με 3 το πρωί του Σαββάτου. Στο Ψυχικό ο Τάσος, στην Πλατεία Μαβίλη εγώ.
Δεν ήμαστε αριστεροί. Καθόλου όμως. Είμαστε αστοί, με την «Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος» του Παναγιώτη Κανελλόπουλου, τον Ρουσώ, τον Βολταίρο και τον Διονύσιο Σολωμό στα σπίτια μας – μαζί με τους Μπιτλς, τον Τσαρούχη, τον Κουν, τον Χατζιδάκι, τον Ελύτη, τον Σεφέρη και τον Ρίτσο. Είχαμε μάθει από μικροί και Αγγλικά και Γαλλικά. Γερμανικά όχι – να πούμε του στραβού το δίκιο. Ποιος ξέρει γιατί. Δεν είχαμε μάθει τα εμφυλιοπολεμικά. Δεν θεώρησαν οι γονείς μας πως θα ’πρεπε να μεγαλώσουμε με αυτόν τον διχασμό στο κεφάλι μας. Ακούγαμε πολλή ξένη μουσική και τραγούδια, μαζί με Χατζιδάκι, Ξαρχάκο, Λεοντή, Μούτση, Λοΐζο, Σαββόπουλο, νέο κύμα – και φυσικά, με μανία, τον απαγορευμένο Θεοδωράκη. Εμένα μ’ έπιανε τρέλα με τα τραγούδια του και έτρεχα με ενθουσιασμό όπου (στα κρυφά και παρανόμως) κάποιοι τολμηροί τα τραγουδούσαν. Αλλά δεν μ’ άρεσε ο Μίκης Θεοδωράκης για την αριστεροσύνη του. Επειδή έγραφε ωραία, δυνατά και ξεσηκωτικά τραγούδια (που τους μπαίνανε καρφί στο μάτι των χουντιάρηδων) μου άρεσε.
Κάθε χρόνο στην επέτειο του Πολυτεχνείου στεναχωριέμαι. Κάθε χρόνο αναρωτιέμαι τι είχα καταλάβει λάθος εκείνες τις μέρες του ’73 που μοιράστηκα τον τρελό ενθουσιασμό μου για ελευθερία, για όλες τις ελευθερίες, με χιλιάδες άλλους που ποτέ δεν με ρώτησαν αν είμαι δεξιός η αριστερός – όπως δεν μου πέρασε κι εμένα απ’ τον νου ποτέ να τους ρωτήσω. Ήμασταν όλοι εκεί γιατί σιχαινόμασταν τις δικτατορίες, γιατί θέλαμε δημοκρατία, γιατί πιστεύαμε πως οι άνθρωποι είναι και πρέπει να είναι ελεύθεροι να διαλέξουν τι θέλουνε, πού πάνε, με ποιους συμπορεύονται, ποιους ερωτεύονται και πώς αγαπάνε. Ελευθερία – αυτό διεκδικούσαμε όλοι. Και ποτέ πια «αποφασίσαμε και διατάζουμε». Ποτέ όμως – γαμώ τον σκατοφασισμό τους.
Τι δεν καταλαβαίνω λοιπόν εδώ και τώρα (γιατί κάποια στιγμή σταματάει κανείς να μετεωρίζεται στο παρελθόν). Δεν καταλαβαίνω πώς μιλάνε σήμερα, το 2020 στην Ελλάδα, για χούντα και στρατιωτικό νόμο. Δεν ντρέπονται; Δεν κοκκινίζουν; Ποια χούντα, ρε; Ξέρετε τι θα πει χούντα; Χούντα με την πρώτη γυναίκα Πρόεδρο της Δημοκρατίας μας, την εξαιρετική κυρία Σακελλαροπούλου; Χούντα με πρωθυπουργό τον Μητσοτάκη και αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης τον Τσίπρα; Χούντα με ΚΚΕ και ΚΙΝΑΛ και «Ελέυθερους Έλληνες» και «Μέρα 25» στη Βουλή – και τη «Χρυσή Αυγή» στη φυλακή; Χούντα μια κυβέρνηση που παλεύει να διαχειριστεί συγχρόνως μια φρικτή πανδημία που απειλεί όλο τον δυτικό (τουλάχιστον) κόσμο, μια οικονομική κατάρρευση πρωτοφανή, έναν παρανοϊκό γείτονα που μας τα ’χει πρήξει με το νεο-Οθωμανικό του θράσος και, μαζί με το χρόνιο μεταναστευτικό, την καθημερινότητα που, μέρα μπαίνει - μέρα βγαίνει, ξημερώνει κι άλλα θέματα που πρέπει να αντιμετωπιστούν; Σοβαρά μιλάμε τώρα; Χούντα μια κυβέρνηση που εμείς ψηφήσαμε – εμείς που είχαμε ψηφίσει και την προηγούμενη; Χούντα η Δημοκρατία μας; Τρελαθήκατε εντελώς; Έτσι είναι οι χούντες, ρε; Να λέει ο πρωθυπουργός στα άλλα κόμματα της Βουλής, «πάμε, ρε παιδιά, οι έξι αρχηγοί των κομμάτων παρέα με την Πρόεδρο να καταθέσουμε όλοι μαζί τον σεβασμό μας στην επέτειο, να δείξουμε ενότητα», και να του απαντάμε «δεν γίνεται, φίλε, έχεις απαγορέψει τις συγκεντρώσεις πάνω από 4 άτομα»; Αυτό είναι «χούντα» για σας;
Αφήστε τα σάπια. Δεν έχουμε χούντα ούτε στρατιωτικό νόμο και το ξέρετε καλύτερα από μένα, αγαπημένοι μου «αντιστασιακοί». Αυτό που σας επιτρέπει (και καλώς σας το επιτρέπει) να κάνετε τα μικροπολιτικά σας όπως γουστάρετε και να φωνάζετε και να διαμαρτύρεστε για όλα το λένε Δημοκρατία. Αυτό το πολίτευμα ισχύει σήμερα στην Ελλάδα – και λειτουργεί άψογα. Κοινοβουλευτική Προεδρευομένη Δημοκρατία.
Σας το λέω εκ πείρας. Τσίπρα ψήφισα το 15, Τσίπρας βγήκε. Μητσοτάκη ψήφισα το 19, Μητσοτάκης βγήκε.
Άντε. Χαλαρώστε. Έχουμε ένα σωρό κοινά προβλήματα, δεν επιτρέπεται να μαλώνουμε μεταξύ μας. Να βάλουμε πλάτη όλοι μαζί για να βγούμε, όλοι μαζί, κερδισμένοι.
Και αν δεν μας αρέσει η κυβέρνηση του Μητσοτάκη, ελεύθεροι είμαστε στις επόμενες εκλογές να ψηφίσουμε κάποιον άλλον που θα μας έχει πείσει μέχρι τότε.
Στο μεταξύ, stay safe. Το Πολυτεχνείο ζει. Να ζήσουμε όμως κι εμείς με τους αγαπημένους μας, μη μας φάει λάχανο ο Covid-19.