Trump Vs Musk: Η Αναμέτρηση που Αλλάζει την Ιστορία
Η σύγκρουση Τραμπ–Μασκ ξεπερνά την πολιτική. Είναι μάχη επιρροής, αφήγησης και εξουσίας. Μετά τα αρχεία Έπσταϊν, δεν υπάρχει επιστροφή.
Το πιο δύσκολο είναι να γίνουν λέξεις οι σφυγμοί μας. Αυτοί που το κατόρθωσαν ανακηρύχθηκαν άγιοι - ποιητές.
Διαβάζω τα μηνύματά σας, πιστέψτε το, και είναι σαν τότε που, κοριτσάκι όταν ήμουν, καθόμουν στο «Κεφαλόβρυσο», έναν τόπο όπου τα ρυάκια με τα πλατάνια έγιναν καταφύγιο για ήρωες, ξωτικά και νεράιδες.
Ο τόπος ιερός και υπέροχος. Το Μεγάλο χωριό της Ευρυτανίας, απέναντι από την Παναγιά της Προυσιώτισας. Έβλεπα, κοιτώντας το ποτάμι, τα βρύα που, σκαλωμένα στις πέτρες, «χόρευαν», καθώς τα θυμωμένα νερά του ποταμιού προσπαθούσαν να τα ξεκολλήσουν. Εκείνα όμως, αδιαφορώντας για τις ποταμίσιες δυνάμεις, αντί να θυμώνουν... χόρευαν!
Περνούσα ώρες ολόκληρες ζωγραφίζοντας λέξεις πάνω στο νερό με ξύλα και έκρυβα μέσα και κάτω από τους κορμούς των δένδρων πέτρες με σκοπό να τις ξανασυναντήσω την επόμενη χρονιά που θα βρισκόμουν στο λατρεμένο μου καταφύγιο… Εκείνα τα απομεσήμερα του Αυγούστου γύρω στον δεκαπενταύγουστο υπήρξαν τα άγια καλοκαίρια της δικής μου ζωής.
Εκεί στο «Μεγάλο Χωριό», συναντήθηκα με το άρωμα της καλοκαιρινής βροχής όταν έκανε έρωτα στο χώμα, εκεί είδα τις γερόντισσες να φουρνίζουν πίτες με κολοκύθια και τυρί, εκεί αγκάλιασα νεογέννητα γαϊδουράκια, εκεί πέρασα εσπερινούς που προετοίμαζαν για τη γιορτή της Παναγιάς.
Εκεί μάζευα με τις φίλες και τους φίλους μου, χαρτάκια από «μέλο» σοκολάτα με φιγούρες του Ντίσνεϊ, εκεί είδα τα θεόρατα -έτσι μου έμοιαζαν τότε- τσοπανόσκυλα να ξαπλώνουν στα πόδια μου, κοιτώντας τις χαράδρες που φάνταζαν «μπλε», όπως και τα μακρινά βουνά «μπλε» τα ζωγράφιζα . Έτσι μοιάζανε στα παιδικά μου μάτια!
Πήρα προίκα στην ζωή μου το άρωμα της φρέσκιας ρίγανης που μας βάζανε οι μανάδες μας να μαζέψουμε για τον χειμώνα, σκάλισα το όνομα του πρώτου μου έρωτα σ’ έναν κορμό βελανιδιάς και συναντήθηκα με την ηδονή της γεύσης που προκαλούσε το υποβρύχιο βανίλια μετά από δυο ώρες κρυφτό γύρω από την πλατεία…
Εκεί, έμαθα πώς γιατρεύτηκε ο Καραϊσκάκης, όταν τον είχε χτυπήσει φυματίωση. Όταν έγινε καλά, πήγε στην Παναγιά την Προυσιώτισα και της δώρισε, λέει, ρουμπίνια. Την θυμάμαι σαν τώρα εκείνη την Παναγιά με το μαύρο πρόσωπο και το χρυσά μαλλιά της, που για να την συναντήσουμε κάναμε ώρες δρόμο πάνω σε άλογα, διασχίζοντας ένα μονοπάτι που το κρύβανε βράχια…
Εκεί, ο παππούς ο Θανάσης μας μάζευε και μας μιλούσε για τον Θεό και για τους Αγγέλους που προσέχουν όλα τα παιδιά του κόσμου. Εκεί, τα βράδια που γυρνούσαμε από τον Άη Θανάση, παρακαλούσαμε τους πολύ μεγάλους να μας πούνε ιστορίες από τον πόλεμο, τότε που οι Γερμανοί είχανε μπει στην χώρα. Εκείνοι λέγανε τις ιστορίες και πυγολαμπίδες γύρω μας πετούσανε, λες και οι ψυχές των νεκρών ηρώων γιόρταζαν όταν η Ιστορία γινόταν αφήγηση και παραμύθι.
Θυμάμαι ότι τα παιδικά μας μάτια ήταν ορθάνοιχτα καθώς ακούγαμε πως οι δικοί μας παππούδες «κάνανε πόλεμο». Θαυμαστά και τρομερά πράγματα που μας μάγευαν και μας τρόμαζαν , αλλά γυρεύαμε ν’ ακούμε με πολλή χαρά, όταν είχαμε αποκάμει από τα κυνηγητά…
Θυμάμαι τον δικό μου τον παππού, της μαμάς μου τον μπαμπά, με τα μάτια που μοιάζανε δυο σταγόνες νερό από την Θάλασσα του Μύρτου στην Κεφαλονιά, να μου λέει πως ,όταν οι Τούρκοι δολοφόνησαν τον πατέρα του, δάσκαλος ήταν 25 χρονών, η μάνα του, αφού κήδεψε τον άντρα που της «αδειάσανε στην αυλή» μάζεψε τα επτά παιδιά της και έδωσε ευχή στα μεγαλύτερα να κρατηθούν το ένα με το άλλο από το χέρι για να γυρέψουν τροφή στους συγγενείς που ζούσανε στον κάμπο. Με νεκρό τον άντρα της δεν μπορούσε να συντηρήσει τα παιδιά. Ο παππούς Παναγιώτης, στα έξι του, κράτησε από το ένα χέρι τον μεγαλύτερο αδελφό του Χρήστο και από το άλλο πήρε το λουρί με τον σκύλο του, τον Άρη και αρχίσανε μια διαδρομή ζωής. Εκείνο το λουρί του σκύλου του δεν το αποχωρίστηκε ποτέ, ούτε όταν έφυγε να πάει να πολεμήσει στο μέτωπο όταν οι Ιταλοί κήρυξαν τον πόλεμο… και μ’ εκείνο το λουρί τον κατευόδωσε η γιαγιά, όταν οι θάλασσες των ματιών του σβήσανε.
Τώρα που γράφω κοιτάζοντας την οθόνη να αντανακλά «σύμβολα», ξέρω ότι η ιστορία των παιδικών μου καλοκαιριών μπορεί να είναι και η δική σου, κάπως ίδια, κάπως παρόμοια. Ξέρω ότι λατρεμένο όνομα έχεις γράψει με βότσαλο πάνω σε άμμο καλοκαιρινή. Ξέρω ότι με μηχανές έκανες βόλτες με τέρμα γκάζια. Ξέρω ότι έχεις γλεντήσει Πάσχα με αγαπημένους σε σπίτια με μυρωδιά μπερδεμένη γιασεμιού και τσουρεκιού μαμάς.
Ξέρω ότι προσπάθησα, προσπάθησες, προσπαθήσαμε να φτιάξουμε πολλοί από μας το πατρικό μας πιο όμορφο. Ξέρω ότι δουλέψαμε ώρες ατελείωτες, για να διεκδικήσουμε δεκαπέντε μέρες ξενοιασιάς στα μοναδικά ελληνικά καλοκαίρια. Ξέρω ότι φτάσανε πολλοί στο Σούνιο να δουν την βουτιά του ήλιου στον ουρανό όταν ενώνεται με την Θάλασσα, αποχαιρετώντας για λίγο τον Ναό του Ποσειδώνα και έκαναν τον σταυρό τους μετά, ευγνωμονώντας τη στιγμή που ζήσαν να δουν.
Τους καιρούς αυτούς τους τελευταίους συναντάω απεγνωσμένους ανθρώπους. Δεν τους είδα μόνο στο μετρό, στις πλατείες, στην δουλειά. Τον είδα τον απεγνωσμένο άνθρωπο και στον καθρέφτη μου… και θύμωσα.
Γιατί; Γιατί κάποτε πίστεψα, διεκδίκησα, ήλπισα.
Εμπιστεύθηκα εκείνους που υποσχέθηκαν, έταξαν, συμβούλευσαν, επέκριναν, δεσμεύτηκαν (εδώ γελάμε) ότι θα προστατεύσουν γονείς και ανήμπορους παππούδες, ότι θα φροντίσουν να μην χαμογελάνε στον «αγιασμό» του σχολείου μόνο τα «προνομιούχα παιδάκια», αλλά και εκείνα τα.. άλλα, σαν το παιδί εκείνης της μάνας που μου έγραψε σχετικά κι υποσχέθηκα να δημοσιοποιήσω το κείμενό της… Όταν απόκαμα από αγανάκτηση και θυμό, όταν ένιωσα ότι μ’ έχουν χρεώσει ακόμη και για τα καλοκαίρια που παιδί κυνηγούσα πυγολαμπίδες, όταν συνειδητοποίησα ότι δεν μας έχουν αφαιρέσει απλώς το δικαίωμα στην αξιοπρέπεια, αλλά ακόμη και το δικαίωμα σ’ ένα αξιοπρεπή θάνατο, θυμήθηκα την διαδρομή του παππού Παναγιώτη . Στα έξι του, κρατώντας από το χέρι τον επτάχρονο αδελφό του και το λουρί του σκύλου του του Άρη, κατέβηκε από το χωριό της Πίνδου στον Κάμπο, για να γλυτώσει από τον κατατρεγμό.
Τα γράφω τώρα και βλέπω με την άκρη του ματιού μου, το γραμμόφωνο “His masters voice”, που είχε κάνει δώρο γύρω στο 1935 στην γιαγιά Αρτέμιδα, μαζί με ένα δαχτυλίδι που είχε μια aqua marina στο κέντρο.
Εγώ το γραμμόφωνο αυτό, ως απόδειξη υλική ενός έρωτα ανθρώπων, το έχω κρατήσει ακόμη… Άλλοι και άλλες τα πούλησαν με τις βέρες τους, για να πληρώσουν την ΔΕΗ. Δεν έχω φίλο που να μην αγκομαχάει, ούτε ξέρω συνταξιούχο που να μπορεί να φτιάξει τα δόντια του πια… Δεν γίνονται γλέντια σε σπίτια, ούτε πάρτυ, ούτε μαζεύονται παρέες σε γιορτές. Αυτό δεν είναι κρίση. Αυτό είναι κακοποίηση ενός ολόκληρου λαού που παρακολουθεί τα τελευταία χρόνια τον αργό βασανιστικό θάνατο της χαράς του.
Το Respect Greece θέλω να γίνει η φωνή όλων όσων από μας διεκδικούμε το δικαίωμα στην αξιοπρέπεια, για όλους όσους αγαπήσαμε, σεβαστήκαμε, δουλέψαμε, πιστέψαμε, εμπιστευθήκαμε και προδοθήκαμε. Για όλους όσους έχουμε κοινές μνήμες. Γιατί, Έλληνες, όπου και αν βρίσκεστε, η μυρωδιά της ρίγανης, του θυμαριού και του αλατιού θα μας ενώνει για πάντα. Το Respect Greece είναι οι ζωές όλων μας , είναι η φωνή όλων μας. Θέλω και θέλουμε να διαδώσουμε τις αρχές τις Ελληνικές στην ανθρωπότητα. Όταν εμείς φτιάχναμε υδραγωγεία , άλλοι ζούσαν σε λάσπη. Θέλω οι Έλληνες που διακρίνονται σε όλο τον κόσμο, σε όλες τις επιστήμες και τις τέχνες να στείλουν μήνυμα συμπαράστασης στους αποκαμωμένους γέροντες που συντηρούν τα παιδιά τους με συντάξεις των 300 ευρώ. Θέλω όλοι να δουν τα παλικάρια μας που σώζανε προσφυγόπουλα από τις παγωμένες θάλασσες, θέλω να μην πεθαίνουν οι άνθρωποί μας, γιατί δεν υπάρχουν γάζες στα νησιά και φάρμακα. Θέλω να τιμήσουμε τους Έλληνες νοσηλευτές και γιατρούς που με ανύπαρκτα μέσα αγωνίζονται να σώσουν άπορους. Θέλω να μάθουν οι δυνατοί του κόσμου για τους παπάδες που σε κάθε πόλη και χωριό κάνουν συσσίτια. Θέλω να ξανακάνουμε την ανθρωπότητα να υποκλιθεί στην Ελλάδα, στο μεγαλείο και στο φιλότιμο των ανθρώπων της. Το Respect Greece είναι τιμή σε όσους αγωνίστηκαν και θυσιάστηκαν για ελευθερία, δημοκρατία, αξιοπρέπεια, δικαίωμα στην παιδεία, στην υγεία. Στείλτε το μήνυμά σας από κάθε άκρη της γης, πείτε στην κάμερα του κινητού σας “Respect Greece” και ανεβάστε το στα social media! Όχι μόνο εσείς που διαβάζετε αυτό το κείμενο, αλλά και οι φίλοι σας κι οι συγγενείς σας. Και, ακόμη καλύτερα, όλοι μαζί, με μια φωνή!
Respect Greece, για να τελειώσει η κακοποίηση της χώρας και των ανθρώπων της.