Trump Vs Musk: Η Αναμέτρηση που Αλλάζει την Ιστορία
Η σύγκρουση Τραμπ–Μασκ ξεπερνά την πολιτική. Είναι μάχη επιρροής, αφήγησης και εξουσίας. Μετά τα αρχεία Έπσταϊν, δεν υπάρχει επιστροφή.
Έρχομαι σπίτι.
«Κάποτε θ’ ανταμώσουμε στους λόφους του ήλιου. Μην ξεχνάς. Περπάτα», έγραψε ο αγαπημένος Γιάννης Ρίτσος. Μα πριν από τους «λόφους του ήλιου», εγώ θέλω ν’ ανταμώσω μ’ εκείνους που μ’ έφεραν στη γη, μ’ εκείνους που μου έδωσαν την πρώτη αγκαλιά, το πρώτο φιλί, τα πρώτα βιβλία, τα πρώτα χτυποκάρδια, την πρώτη αγάπη, τον πρώτο πλατωνικό μου έρωτα.
Θέλω να σμίξω με ό,τι αγάπησα και στερήθηκα όλα αυτά τα χρόνια μακριά τους, στην άλλη μου πατρίδα, που με δέχθηκε, με γαλούχησε, με πόνεσε και μ’ αγάπησε, με αντάμειψε απλόχερα με την ελευθερία της, τις γνώσεις της, τους υπέροχους ανθρώπους της, αλλά διχασμένη προς ώρας από τις ενέργειες του ανάξιου και μοιραίου ηγέτη της, με την ελπίδα πως όλα αυτά θα λήξουν σύντομα και οι άνθρωποι θα ενωθούν και πάλι για το καλό της ανθρωπότητας. Γιατί αυτή είναι η Αμερική. Η χώρα των φτωχών και των κυνηγημένων που θέλουν να ζήσουν το αμερικανικό όνειρο, η χώρα της ελευθερίας και της δημοκρατίας. Οι τραμπούκοι δεν χωράνε σε τούτο το όνειρο…
Επιστρέφω σπίτι.
Μέσα στο αεροπλάνο οι μνήμες θα γυρνούν στο μυαλό μου, άλλες ασπρόμαυρες και άλλες με τα χρώματα του ουράνιου τόξου για μια υπόσχεση δικά μου να κάνω εκείνα τα κομμάτια του παζλ που έλειπαν από τον δικό μου καθρέφτη ψυχής, να τα ημερέψω και να τους υποσχεθώ πως δεν θα τα αφήσω ποτέ μακριά μου ξανά.
Θυμάμαι… Εκεί τα πρώτα τρεμάμενα βήματά μου, εκεί οι πρώτες μου λέξεις, εκεί οι πρώτοι δικοί μου άνθρωποι. Θέλω να τους σφίξω στην αγκαλιά μου, να τους πω πόσο μου έλειψαν… Τι χτυποκάρδι και τούτο που πλημμυρίζει την καρδιά μου… Τι ρίγος διαπερνά το κορμί και την ψυχή μαζί…
Επιστρέφω σπίτι. Συντροφιά με την ψυχή που περπάτησε δίπλα μου κάθε κακοτράχαλο μονοπάτι μου, που σκούπισε το δάκρυ μου και ονειρεύτηκε την ευτυχία μου …
Κλείνω τις βαλίτσες μου, αφήνω το σπίτι μου και σε λίγες ώρες θα κοιτάζω από ψηλά, τον Eιρηνικό Ωκεανό, μέσα από το παράθυρο του αεροπλάνου, με αγωνία να περάσω τα σύννεφα, για να ξαναδώ από ψηλά την Αθήνα, δίπλα στο μπλε της εξαγριωμένης από τα κύματα θάλασσας.
Σε λίγες ώρες θα δω εκείνη που μ’ έφερε στον κόσμο, εκείνη που μου σιγοψιθύρισε τα πρώτα μου παραμύθια, εκείνη που μου κρατούσε το χέρι σφιχτά στο κάθε μου στραβοπάτημα, διώχνοντας κάθε γκρεμό μακριά μου… Αλλά για ώρες δεν θα μπορώ να τη σφίξω στην αγκαλιά μου. Περιμένοντας τα αποτελέσματα από το τεστ του ύπουλου αόρατου εχθρού που μαστίζει την ανθρωπότητα ολάκερη.
Θα κοιταζόμαστε με αγωνία μέσα από τις μάσκες, τις άχαρες χειρουργικές μάσκες, και θα προσπαθούμε να αγκαλιαστούμε νοητικά και να φιληθούμε ξανά.
Περιμένω με προσμονή να δω τα χαμογελαστά πρόσωπα των φίλων μου, των αληθινών φίλων μου, ξέροντας πως τους κρατώ κοντά μου για πάντα.
Σε λίγες ώρες θα είμαι στο σπίτι μου. Στο δικό μου ελληνικό σπίτι.
Οι Ινδιάνοι έκαναν τελετές για το σπίτι τους, θεωρώντας πως έτσι κατεβάζουν τον ουρανό στη γη. Ο δικός μου ουρανός είναι εκεί και με περιμένει. Ένας ουρανός που περικλείει όλα τα πλάσματα που αγάπησα και μ’ αγάπησαν, που σεβάστηκα και με σεβάστηκαν, που έκλαψαν στον πόνο μου και γέλασαν στη χαρά μου.
Επιστρέφω σπίτι.
Κάτω από άλλες συνθήκες, θα γινόταν γιορτή μεγάλη σε τούτο το συναπάντημα. Αλλά τώρα πως θα βρω τους ανθρώπους μου κλεισμένους στα δικά τους σπίτια, φοβισμένους, τρομαγμένους, αλυσοδεμένους, σαν σε φυλακή από ταινία επιστημονικής φαντασίας, γιατί η Ελλάδα μου όπως και ολόκληρος ο πλανήτης, πονάει, γεμάτο πληγές το σώμα της από αυτόν τον καταραμένο ιό που βάλθηκε δώρο να κάνει στον μαύρο καβαλάρη αμέτρητες ζωές, μη και προλάβουν ν’ αδειάσουν τα κιτάπια του τα στερημένα από χαμογελαστά φευγιά.
Επιστρέφω σπίτι.
Κι οι θύμισες από τα παλιά γίνονται κόμπος στον λαιμό, το δάκρυ να πνίξουν, που τούτη η φορά δεν θα είναι σαν τις άλλες. Τότε που η χαρά δεν κρυβόταν, τότε που οι αγκαλιές δεν τσιγκουνεύονταν, τότε που όλα ήταν αλλιώς.
Επιστρέφω σπίτι από το άλλο μου σπίτι.
Μία πατρίδα μακριά, από την Αμερική, με τη σκέψη μου να γυρίσω εκεί ξανά και να τα βρω όλα όπως τη μέρα που την πρωταντίκρισα, την πρωτοπερπάτησα, και όχι όπως την αφήνω τώρα, καθημαγμένη, πονεμένη, ματωμένη, διαχωρισμένη στα δύο, από έναν τρελό που αρνείται να αφήσει την εξουσία. Οι ώρες δεν περνούν.
Επιστρέφω σπίτι.
Θέλω ν’ ανοιγοκλείσω τα μάτια μου και να βρεθώ εκεί.
Τούτη η γαλήνη της ψυχής μ’ εμποδίζει. Μα εγώ δεν θέλω όνειρο να ζω. Θέλω την επιστροφή μου σπίτι, αληθινή και πραγματική, όπως πραγματικό θα είναι το αγκάλιασμα, το χάδι ψυχής.
Ανοίγω τα μάτια μου, σου λέω!
Φτάνουν οι σκέψεις, δεν θέλω άλλες σκέψεις!
Πως θα είναι στο αεροπλάνο… σύννεφα παντού, οι ώρες να αργούν να περάσουν, διπλασιάζονται, θέλεις να κοιμηθείς και κάτι δεν σε αφήνει. Με συνεπιβάτες θλιμμένους, όλοι με μάσκες, με μια φοβική ηρεμία, μια αγωνία.
Όχι, δεν είναι ένα συνηθισμένο ταξίδι, με αεροσυνοδούς να σου χαμογελούν.
Πώς θα βρω το σπίτι; Αυτό που όλοι ονομάζουμε πατρίδα;
«Τα σπίτια μοιάζουν με τους ανθρώπους που τα κατοικούν», έλεγε ο Βίκτωρ Ουγκώ. Και το δικό μου σπίτι μοιάζει με μας, που μια ζωή ολάκερη αφουγκραστήκαμε τα «θέλω» του και δικά μας τα κάναμε. Μοιάζει με την αγάπη μας για τους άλλους, για όλους τους άλλους που δικοί μας έμειναν. Για όλους εκείνους που νερό τούς κεράσαμε και το ανταπέδωσαν με χαμόγελο ευγνωμοσύνης. Μοιάζει με μας, γιατί εμείς μάθαμε μέσα από τον πόνο να αγαπάμε.
Γι’ αυτό σου λέω, καρδιά μου, μην πάψεις ποτέ ν’ αγαπάς αυτό το σπίτι, το δικό σου σπίτι, τη δικιά μου πατρίδα!...