Trump Vs Musk: Η Αναμέτρηση που Αλλάζει την Ιστορία
Η σύγκρουση Τραμπ–Μασκ ξεπερνά την πολιτική. Είναι μάχη επιρροής, αφήγησης και εξουσίας. Μετά τα αρχεία Έπσταϊν, δεν υπάρχει επιστροφή.
Το σύνθημα «ψωμί - παιδεία - ελευθερία», που βροντοφώναζαν κάποτε παιδιά, που τα γνώρισα –καθώς δημοτικό πήγαινα τότε– από μαυρόασπρα πλάνα και από το ποίημα του Γιάννη Ρίτσου («Ημερολόγιο μιας εβδομάδας: 16 Νοεμβρίου 1973»): «Ωραία παιδιά με τα μεγάλα μάτια σαν εκκλησίες χωρίς στασίδια, / ωραία παιδιά, δικά μας, με την μεγάλη θλίψη των αντρείων, / Αφήφιστοι, όρθιοι στα προπύλαια, στον πέτρινο αέρα, / έτοιμο χέρι, έτοιμο μάτι, – πώς μεγαλώνει / το μπόι, το βήμα και η παλάμη του ανθρώπου», μετατράπηκε από πολλούς που «εξαργύρωσαν» την ετικέτα «του σοσιαλιστικοαριστερού προοδευτικού», που καπηλεύτηκαν το νόημα του αντιστασιακού, σε απλή αφορμή για μια πόζα γκρο-πλαν, πριν αφήσουν ένα γαρύφαλλο στο πεζούλι, και σε δηλώσεις ξιπασιάς που καπηλεύονται «δημοκρατικά»…
Χρόνια τώρα παρακολουθώ το σοβαροφανές βλέμμα εξουσιοφρενών που θ’ άφηναν το στεφάνι για να τρέξουν πίσω στα ιερά καθήκοντά τους. Άνθρωποι που εξαργύρωσαν με θέσεις εξουσίας τη συμμετοχή τους στην εξέγερση του πολυτεχνείου και που με ανατριχιαστική συνέπεια αποθέωσαν τη λαμογιά, πόθησαν ό,τι πιο ζοφερό, την αδυσώπητη λάμψη του μάταιου, ξεγέλασαν ξεδιάντροπα έναν λαό που στη μεγάλη του πλειοψηφία πίστεψε ότι, εμπλεκόμενος σε κομματικούς στρατούς, θα νομιμοποιούσε το αυθαίρετο δίνοντας «φακελάκι» στους σαλτιμπάγκους της εξουσίας.
Επειδή πολύ εύκολα μπορεί να θεωρηθώ «ισοπεδωτική» για εκείνους που ταυτίστηκαν ως η «γενιά του πολυτεχνείου», ξεκαθαρίζω: α) Οι κοινωνικές ομάδες που εξεγέρθηκαν εναντίον της Χούντας ήταν και αστοί και νοικοκυρές της διπλανής πόρτας και εργάτες και αριστεροί και φιλελεύθεροι και επιστήμονες και καλλιτέχνες (η Βέμπο, την αναφέρω ως παράδειγμα, τις μέρες εκείνες είχε ανοίξει το σπίτι της και περιέθαλπε κυνηγημένους ανθρώπους). β) Πάρα πολλοί πρωτοπόροι εκείνης της εξέγερσης, όχι μόνο δεν «εξαργύρωσαν» τη συμμετοχή τους εκεί, αλλά η δράση τους ή υποτιμήθηκε ή επέλεξαν οι ίδιοι να μη γίνουν καριερίστες με την ταμπέλα του «αντιστασιακού», επιλέγοντας ν’ αποσιωπήσουν τη συμμετοχή τους, ίσως γιατί ανέλαβαν να πληρώσουν το κόστος ενός ρομαντισμού που δεν ξεψυχάει όταν η εξουσία σού «κλείνει το μάτι».
Τα χρόνια της μεταπολίτευσης και με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία άρχισαν με εμμονικό σχεδόν τρόπο να στήνονται μηχανισμοί εξουσίας που αποθέωναν αποκλειστικά την ιδιοτέλεια. Ιδανικά για τους λαϊκιστές της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας: Ο μικροαστισμός, ο ατομικισμός, ο νεοπλουτισμός και το «όχι μόνο να πεθάνει η κατσίκα του γείτονα, αλλά και ο γείτονας μαζί». Αυτά τα «ιδανικά» εξυπηρετήθηκαν από τους «δημοκράτες - πρασινοφρουρούς», αλλά και τους λαϊκιστές όλων των αποχρώσεων που όχι μόνο ζουν και υπάρχουν, αλλά εξουσιάζουν, ψηφίζονται, λατρεύονται και αποφασίζουν μέχρι σήμερα για την επόμενη μέρα μιας χώρας, ο λαός της οποίας εμπιστεύεται ακόμη την πολιτική τού «θα» ως ικανό πολιτικό λόγο για να εμπιστευθεί την ψήφο του.
Σήμερα το μόνο που δεν θέλω είναι να υπάρξει «ανάθεμα» σε όλους όσοι συμμετείχαν τότε. Σήμερα το μόνο που δεν θέλω είναι να ξορκίζουμε με πάθος αυτό που κάποτε πιστέψαμε. Σήμερα το μόνο που δεν θέλω είναι να πιστεύουν τα παιδιά που τσατάρουν στο διαδίκτυο ότι το «πολυτεχνείο» είναι μια ακόμη αφορμή που δίνει ένα άλλοθι στα λαμόγια της εξουσίας, που συνωμότησαν με το παρακράτος για να αποκτήσουν τρία εξοχικά, μια στρατιά από υπηρέτες και «καλό στασίδι» στα ιλουστρατιόν περιοδικά του life style, που για πάνω από είκοσι χρόνια υπηρέτησαν τον «φασισιμό του trendy» στη μεταπολιτευτική Ελλάδα.
Σήμερα θέλω να καταλάβουν όσοι νιώθουν ακόμη την ανάγκη να πιστέψουν σε αλλαγή ότι οι κάθε λογής εγκυρότητες πρέπει να προκύπτουν από την αμφισβήτηση (το έγραφε ο Δημήτρης Τσάτσος στο βιβλίο του «Η κρίση του πολιτικού λόγου»). Αμφισβήτηση; Από ποιους όμως; Το κυρίαρχο συναίσθημα πολλών, την ίδια στιγμή που η πείνα κυριαρχεί, η προπαγάνδα θεριεύει και η παιδεία βρίσκεται σε καταστολή, είναι: Απαλλάξτε μας από τους πολιτικούς ή από τη μεγάλη πλειοψηφία τους, καθώς ανακαλύπτουν όλο και περισσότεροι ότι το σύστημα έχει κρασάρει. Κάτω από αυτήν τη συνθήκη, οι πολλοί προτιμούν ν’ αφοσιώνονται στην ιδιωτική τους ζωή, παραδομένοι στο έλεος της μέρας. Οι αναμετρήσεις ανάμεσα σε «δεξιά» και «αριστερά» μοιάζουν σαν συζυγικές σκηνές ενός γέρικου ζευγαριού. Φτάνω να πιστεύω ότι οι πολίτες που παρακολουθούν με μανία «τούρκικα», ψηφίζουν ασυνείδητα παρά συνειδητά, απέχουν μαζικά και γνωρίζουν ότι οι οποιαδήποτε συμμετοχή τους επηρεάζει ελάχιστα έως καθόλου τις αποφάσεις. Το πολιτικό προσωπικό το αλλάζουμε, όπως κάνουμε ζάπινγκ στην τηλεόραση, κουρασμένοι από τις ίδιες εικόνες, αφού τώρα οι ιδέες χρεοκόπησαν και η μεγάλη πλειοψηφία των πολιτικών που διαχειρίστηκαν δημόσιο χρήμα αποδείχθηκε διεφθαρμένη. Είναι πολύ εύκολο να ερμηνευτεί έτσι η αύξηση ψήφων διαμαρτυρίας στην άκρα δεξιά, αλλά και στην αναγέννηση ενός αντικοινοβουλευτισμού. Τι θα έπρεπε να είναι η δημοκρατία; Μόνιμη αμφισβήτηση, κριτική στις εγκυρότητες και μόνιμη μύηση στις πλουραλιστικές ιδέες. Τι είναι στην πραγματικότητα; Η διαρκής εκπαίδευση στην πολιτική αδιαφορία. Σήμερα χωρίς ψωμί, χωρίς παιδεία και χωρίς ελευθερία (για ποια ελευθερία συζητάμε όταν τα προσωπικά δεδομένα που τόσο πολύ θέλουμε να περιχαρακώσουμε, τα διαθέτουμε με δική μας θέληση στον οποιοδήποτε μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης;), ο καθένας γίνεται λιποτάκτης των δημοσίων πραγμάτων, ένας εσωτερικός εξόριστος. Η επιθυμία αποδυνάμωσης του κράτους συμβαδίζει με την επιθυμία χρησιμοποίησής του. Όσο πιο ατομιστές γίνονται οι άνθρωποι, τόσο πιο πολλά διεκδικούν από το κράτος. Είναι καταπληκτικό πόσο εύκολα τσαλαβουτάει ο πολίτης τόσο στη δεξιά, στην ακροδεξιά, στην αριστερά (σε ποια αριστερά αλήθεια;), όπως όταν χτυπάμε τ’ αβγά για να κάνουμε ομελέτα. Κανένα απολυταρχικό πολίτευμα δεν θα μπορούσε να ονειρευτεί αυτό που συνέβη! Χαρακτηριστικό παράδειγμα: Η εξέγερση του 1973. Δημιούργησε αφορμές για την ανατροπή του συστήματος, για να φτάσουμε σήμερα στο σημείο να μην ενδιαφερόμαστε καν να χρησιμοποιήσουμε τα δικαιώματα που αποκτήσαμε. Οι πολιτικοί δεν χρειάζεται πια να βρίσκουν τεχνάσματα να εξαπατούν. Οι άνθρωποι-πολίτες στις κοινοβουλευτικές δημοκρατίες αφήνουν ν’ απογυμνώνονται από τις δικαιοδοσίες τους με τη συγκατάθεσή τους. Τι κάνουμε, λοιπόν; Είμαι κάτι περισσότερο από σίγουρη ότι βρισκόμαστε στο αποκορύφωμα μιας κρίσης. Τι είναι κρίση; Δανείζομαι τη φράση του αγαπημένου μου Γκράμσι: «Κρίση είναι όταν το παλιό δεν έχει πεθάνει και το καινούργιο δεν έχει γεννηθεί». Καλή (επ)-ανάσταση!