ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ: «ΖΩΝΤΑΝΕΨΕ» Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΧΟΡΟΣ ΤΟΥ 1827
Ομογένεια: Μία ιστορική εκδήλωση για τα 200 χρόνια από την ελληνική επανάσταση στη Νέα Υόρκη.
«Μα ο ήλιος αβασίλεψε κι ο αητός απεκοιμήθη
και το βοριά το δροσερό τον πήραν τα καράβια.
Κι έτσι του δόθηκε καιρός του Χάρου και σε πήρε».
Προφητικό το τρίστιχο σημείωμά του, που δεν πρόλαβε να δει τυπωμένο στην υπό έκδοση ποιητική συλλογή του με τίτλο «Τραβέρσο», αφού τελικά ο Χάρος ήλθε για τον ίδιο με ένα ξαφνικό εγκεφαλικό, στις 10 Φεβρουαρίου του 1975 – και μάλιστα στη στεριά, κόντρα στην επιθυμία του να πεθάνει στη θάλασσα κι εκεί να «ταφεί».
Ο Νίκος Καββαδίας, ή «Κόλλιας», γεννήθηκε στις 11 Ιανουαρίου του 1910 στο Νίκολσκ Ουσουρίσκι, μια επαρχιακή πόλη της περιοχής του Βλαδιβοστόκ στη Ρωσία, από γονείς Κεφαλονίτες, τον Χαρίλαο Καββαδία, έμπορο, και τη Δωροθέα Αγγελάτου της γνωστής οικογένειας εφοπλιστών της Κεφαλονιάς. Με το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου το 1914, η οικογένεια έρχεται στο Αργοστόλι. Στη συνέχεια η οικογένεια εγκαθίσταται στον Πειραιά. Ο Νίκος Καββαδίας βγάζει εκεί το Δημοτικό, με συμμαθητή τον Γιάννη Τσαρούχη. Στο Γυμνάσιο γνωρίζεται με τον συγγραφέα και γιατρό του Πολεμικού Ναυτικού, Παύλο Νιρβάνα.
Είναι μόλις 18 χρόνων όταν αρχίζει να ασχολείται ενεργά με την ποίηση και δημοσιεύει το ποίημα «Πόθος» στο περιοδικό της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας με το ψευδώνυμο Πέτρος Βαλχάλας, ενώ στην εφημερίδα «Σημαία» δημοσιεύει το ποίημά του με τίτλο «Ο Θάνατος της Παιδούλας».
Έδωσε εξετάσεις στην Ιατρική Σχολή, αλλά δεν πήγε ποτέ καθώς μεσολάβησε ο θάνατος του πατέρα του και αναγκάστηκε να εργαστεί σε ναυτικό γραφείο, κάνοντας έτσι την πρώτη του επαφή με τη θάλασσα. Βγάζει ναυτικό φυλλάδιο και το 1928 αρχίζει τα ταξίδια ως «ναυτόπαις» με το φορτηγό πλοίο «Άγιος Νικόλαος». Το 1931 το περιοδικό «Ναυτική Ελλάς» δημοσιεύει το έργο του με τίτλο «Τραγούδια».
Δύο χρόνια μετά η οικογένειά του μετακομίζει στην Αθήνα, με το σπίτι του γεμάτο από λογοτέχνες, ποιητές και ζωγράφους. Είναι το διάστημα που ζει το όνειρό του, ενώ βγαίνει προς τα έξω ο χαρακτήρας του που θα τον ακολουθεί για πάντα: λιγομίλητος, σεμνός, ατημέλητος, εγκάρδιος, με ανεξάντλητο χιούμορ. Προς το τέλος της ίδιας χρονιάς κυκλοφορεί η πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Μαραμπού» (από τις εκδόσεις «Κύκλος» σε 245 αντίτυπα που πλήρωσε ο ίδιος. Το 1938 στρατεύεται στην Ξάνθη και την επόμενη χρονιά παίρνει το πτυχίο του ως ασυρματιστής. Συμμετέχει στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940 στην Αλβανία, αλλά με τη συνθηκολόγηση επιστρέφει στην Αθήνα πεζός. Ακολουθεί η Κατοχή, όπου ο Νίκος Καββαδίας περνάει στις γραμμές της Αντίστασης με το ΕΑΜ και γίνεται μέλος στην Εταιρία Ελλήνων Λογοτεχνών. Με το ψευδώνυμο Α. Ταπεινός κυκλοφορεί τα ποιήματα «Στον τάφο του ΕΠΟΝίτη» και «Αθήνα 1943». Το 1945 ξεκινάει και πάλι τα θαλασσινά ταξίδια του.
Τον Ιανουάριο του 1947 οι εκδόσεις Θ. Καραβία κυκλοφορούν τη δεύτερη ποιητική συλλογή του με τίτλο «Πούσι», ενώ επανεκδίδεται και το «Μαραμπού». Από το 1954 μέχρι και το 1974, ταξιδεύει διαρκώς με μικρά διαλείμματα. Το 1959 έρχεται με την κυκλοφορία της «Βάρδιας» στα γαλλικά. Έχει γράψει επίσης τα πεζογραφήματα «Λι» και «Του πολέμου/Στ’ άλογό μου» που εκδόθηκαν το 1987. Μάλιστα, το 1995 κυκλοφορεί η ταινία του Marion Hänsel «Between the Devil and the Deep Blue Sea», η οποία βασίστηκε στο «Λι». Τη μουσική της ταινίας υπογράφει ο Wim Mertens. Το διήγημα «Του πολέμου», που εξιστορεί τη φιλοξενία ενός Έλληνα στρατιώτη από έναν Αρβανίτη κατά τη διάρκεια του Ελληνοϊταλικού πολέμου, γυρίστηκε σε ταινία και σε σκηνοθεσία του Χρήστου Παληγιαννόπουλου.
«Αυγή, ποιος δαίμονας Ινδός σού μόλεψε το χρώμα;
Γυρίζει ο ναύτης τον τροχό κι ο γύφτος τη φωτιά.
Και μείς, που κάμαμε πετσί την καραβίσια βρώμα,
στο πόρτο θα κερδίσουμε και πάλι στα χαρτιά…»
Εν ολίγοις, πέρα από τα προαναφερθέντα πεζογραφήματά του, εκδόθηκαν οι ποιητικές συλλογές του Νίκου Καββαδία «Μαραμπού» (1933), «Πούσι (1947)», «Τραβέρσο» (1975), που γνώρισαν πολλές επανεκδόσεις, και «Το ημερολόγιο ενός τιμονιέρη: Αθησαύριστα πεζογραφήματα και ποιήματα», σε επιμέλεια Guy (Michel) Saunier, από τις εκδόσεις Άγρα το 2005.
Η ποίησή του είναι βιωματική, σκληρή και παράλληλα λυρική, με φράσεις ρομαντικές αλλά που καίνε και λέξεις-όρους καραβίσιους, έτσι όπως μόνο οι ναυτικοί μιλούν, χωρίς όμως να δυσκολεύουν τον αναγνώστη στην κατανόησή τους, γεμάτες εικόνες όλου του κόσμου, αφού ταξίδεψε σε όλο τον κόσμο – εικόνες και σκέψεις από άγνωστες χώρες και άγνωστους ναυτικούς στα καράβια τους που λες και τους βλέπεις όλους μαζί μπροστά σου. Τόσο ζωντανά, τόσο αληθινά. Και όπως είπε ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, «όταν κατακάτσει ο κουρνιαχτός από τους πολυδιαφημισμένους ποιητές μας κι όταν οι μοντέρνοι μας πάθουν καθίζηση, ο Καββαδίας θα εξακολουθήσει αβίαστα και με το δίκιο του να επιζεί».
Ο περισσότερο μελοποιημένος ποιητής
Ωστόσο, ο Νίκος Καββαδίας είναι ο περισσότερο μελοποιημένος ποιητής, καθώς σχεδόν όλα τα ποιήματά του μελοποίησαν πολλοί συνθέτες. Από τα συνολικά πενήντα δύο ποιήματα που έχουν εκδοθεί, τα μελοποιημένα είναι τριάντα οκτώ. Κάποια από αυτά, επανακυκλοφόρησαν σε διάφορες διασκευές. Δυστυχώς, ο ίδιος δεν πρόλαβε να τα απολαύσει, αφού έφυγε από τη ζωή πολύ νωρίτερα.
Ποιήματά του μελοποιήθηκαν από τον Πάνο Σαββόπουλο, τον Θάνο Μικρούτσικο, τον Γιάννη Σπανό, τη Μαρίζα Κωχ, τον Μιχάλη Τερζή, τον Μιχάλη Τρανουδάκη, τα Κίτρινα Ποδήλατα κ.ά.
Το 2015, στο θέατρο Badminton γίνονταν πρόβες για την παράσταση «Ταξίδι στο Σταυρό του Νότου», μια παράσταση σε μουσική Θάνου Μικρούτσικου, σε ποίηση Νίκου Καββαδία και σκηνοθεσία του Θέμη Μουμουλίδη. Τον ποιητή θα ενσάρκωνε ο πολυαγαπημένος και σπουδαίος ηθοποιός Μηνάς Χατζησάββας. Αλλά δεν πρόλαβε, καθώς «έφυγε» ξαφνικά από τη ζωή. Η παράσταση ωστόσο πραγματοποιήθηκε την επόμενη χρονιά, σημειώνοντας μεγάλη επιτυχία, και ακολούθησε μεγάλη περιοδεία σε όλη την Ελλάδα. Η παράσταση ήταν αφιερωμένη στη μνήμη του Μηνά Χατζησάββα, ενώ ανάμεσα στους ηθοποιούς ήταν και ο επί χρόνια σύντροφος μέχρι το τέλος του, ο Κώστας Φαλελάκης.
Τρυφερός, ευαίσθητος, ανθρώπινος
«Ο Κόλλιας ήταν ένας άνθρωπος πάρα πολύ ευαίσθητος, ευπαθής, χαριτωμένος. Σπάνια μιλούσε για το έργο του, προτιμούσε να σε ρωτάει εσένα τι γράφεις, τι κάνεις», ανέφερε ο Μανώλης Αναγνωστάκης σε ραδιοφωνική εκπομπή, για να προσθέσει: «Ήταν μυθοπλάστης. Διάφορες ιστορίες του από τη θάλασσα, σχέσεις του με γυναίκες, πιθανόν και διάφορα φανταστικά βίτσια του ακόμα. Ήθελε να τον αγαπάνε. Ήθελε γύρω του να υπάρχει μια τρυφερότητα. Ναι, αυτή είναι η λέξη. Ήθελε μια τρυφερότητα».
Και την αλήθεια μας εκφράζει ο σπουδαίος λογοτέχνης. Η ευαισθησία του αυτή, η αγάπη του για τον κόσμο, η τρυφερότητά του αντανακλά σε ένα ποίημα του Καββαδία που δημοσιεύτηκε στο «Περιοδικό της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας» του Παύλου Δρανδάκη, στις 10 Μαρτίου του 1929, με τίτλο «Αγαπάω»:
Αγαπάω τ᾿ ό,τι θλιμμένο στον κόσμο.
Τα θολά τα ματάκια, τους αρρώστους ανθρώπους,
τα ξερά γυμνά δέντρα και τα έρημα πάρκα,
τις νεκρές πολιτείες, τους τρισκότεινους τόπους.
Τους σκυφτούς οδοιπόρους που μ᾿ ένα δισάκι
για μία πολιτεία μακρυνή ξεκινάνε,
τους τυφλούς μουσικούς των πολύβουων δρόμων,
τους φτωχούς, τους αλήτες, αυτούς που πεινάνε.
Τα χλωμά τα κορίτσια που πάντα προσμένουν
τον ιππότην που είδαν μία βραδιά στ᾿ όνειρό τους,
να φανή απ᾿ τα βάθη του απέραντου δρόμου.
Τους κοιμώμενους κύκνους πάνω στ᾿ ασπρόφτερό τους.
Τα καράβια που φεύγουν για καινούργια ταξίδια
και δεν ξέρουν καλά – αν ποτέ θα γυρίσουν πίσω
αγαπάω, και θα ’θελα μαζί τους να πάω
κι ούτε πια να γυρίσω.
Αγαπάω τις κλαμμένες ωραίες γυναίκες
ποθ κυττάνε μακριά, που κυττάνε θλιμμένα...
αγαπάω σε τούτον τον κόσμο – ό,τι κλαίει
γιατί μοιάζει μ᾿ εμένα.
Η γυναίκα στη ζωή του… ιδανικού κι ανάξιου εραστή
«Εκείνο που κατόρθωσε ο Νίκος Καββαδίας και θα μείνει αιώνια κληρονομιά στα γράμματά μας είναι τούτο. Στην ελληνική δίψα της θαλασσινής αναζήτησης για την προσέγγιση της ψυχής με την απέραντη ομορφιά του ανθρώπου και της φύσης, για τη χαρά και τον εξευγενισμό τους, έδωσε με την ποίησή του ένα νέο ρίγος και μια νέα διάσταση, ρωμέικη αλλά δίχως στενόκαρδα σύνορα. Γι’ αυτό οι νέοι του τόπου του, αγόρια και κορίτσια, που επάνω τους ακούμπησε τις ελπίδες του και που, με τη σειρά τους, αγάπησαν με πάθος το έργο του και τον άνθρωπο του έργου, θα τον έχουν πάντα μπρος στα μάτια τους όπως τους φάρους που τραγούδησε», έγραφε ο Στρατής Τσίρκας στο «Βήμα», το 1975.
Πράγματι, ο Νίκος Καββαδίας αγάπησε όλα όσα αναφέρει ο σημαντικός των ελληνικών γραμμάτων Στρατής Τσίρκας. Τα ταξίδια, τη θάλασσα, τις γυναίκες, τους νέους.
Οι γυναίκες και ο έρωτας έπαιξαν μεγάλο ρόλο στην ποίησή του. Γυναίκες που πέρασαν από τη ζωή του στα διάφορα λιμάνια όταν σάλπαρε. Δεν θα μπορούσε να μη γράψει γι’ αυτές. Ανάμεσα σε αυτά τα ποιήματα είναι κι ένα με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Γυναίκα»:
Χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία.
Παίξε στον άνεμο τη γλώσσα σου και πέρνα
Αλλού σε λέγανε Γιουδήθ, εδώ Μαρία
Το φίδι σκίζεται στο βράχο με τη σμέρνα.
Από παιδί βιαζόμουνα μα τώρα πάω καλιά μου.
Μια τσιμινιέρα με όρισε στον κόσμο και σφυρίζει.
Το χέρι σου, που χάιδεψε τα λιγοστά μαλλιά μου,
για μια στιγμή αν με λύγισε σήμερα δε με ορίζει.
Το μετζαρόλι ράγισε και το τεσσαροχάλι.
Την τάβλα πάρε, τζόβενο, να ξαναπάμε αρόδο.
Ποιος σκύλας γιος μας μούτζωσε κι έχουμε τέτοιο χάλι,
που γέροι και μικρά παιδιά μάς πήραν στο κορόιδο;
Βαμμένη. Να σε φέγγει κόκκινο φανάρι.
Γιομάτη φύκια και ροδάνθη αμφίβια Μοίρα.
Καβάλαγες ασέλωτο με δίχως χαλινάρι,
πρώτη φορά σε μια σπηλιά στην Αλταμίρα.
Σαλτάρει ο γλάρος το δελφίνι να στραβώσει.
Τι με κοιτάς; Θα σου θυμίσω εγώ πού μ’ είδες;
Στην άμμο πάνω σ’ είχα ανάστροφα ζαβώσει
τη νύχτα που θεμέλιωναν τις Πυραμίδες.
Το τείχος περπατήσαμε μαζί το Σινικό.
Κοντά σου ναύτες απ’ την Ουρ πρωτόσκαρο εβιδώναν.
Ανάμεσα σε ολόγυμνα σπαθιά στο Γρανικό
έχυνες λάδι στις βαθιές πληγές του Μακεδόνα.
Πράσινο. Αφρός, θαλασσινό βαθύ και βυσσινί.
Γυμνή. Μονάχα ένα χρυσό στη μέση σου ζωστήρι.
Τα μάτια σου τα χώριζαν εφτά Ισημερινοί
μες στου Giorgione το αργαστήρι.
Πέτρα θα του’ριξα και δε με θέλει το ποτάμι.
Τι σου ’φταιξα και με ξυπνάς προτού να φέξει.
Στερνή νυχτιά του λιμανιού δεν πάει χαράμι.
Αμαρτωλός που δε χαρεί και που δε φταίξει.
Βαμμένη. Να σε φέγγει φως αρρωστημένο.
Διψάς χρυσάφι. Πάρε, ψάξε, μέτρα.
Εδώ κοντά σου χρόνια ασάλευτος να μένω
ως να μου γίνεις, Μοίρα, Θάνατος και Πέτρα.
«Το ποίημα διακηρύσσει ταυτόχρονα την αμετάκλητη επιλογή της θάλασσας και την παραδοχή της στεριανής ηδονής, της πορνείας της Γυναίκας, του εξευτελισμού, και τελικά του στεριανού θανάτου του ναυτικού. Αυτή τη Μοίρα την αποδέχεται πλήρως ο ποιητής, που επιμένει να εξαντλήσει τις ηδονές της στεριάς πριν σαλπάρει – δηλαδή πριν παραδοθεί στη θάλασσα. Η πορνεία της Γυναίκας είναι αναπόσπαστα δεμένη με την ενοχή του ποιητή και με την εύθυμη παραδοχή, από τον ίδιο, αυτής της ενοχής», σημειώνει ο Γκυ Σωνιέ, καθηγητής της νεοελληνικής φιλολογίας και διευθυντής του Νεοελληνικού Ινστιτούτου της Σορβόννης, και μελετητής του έργου του Νίκου Καββαδία αλλά και άλλων, ενώ στη μελέτη του παρεμβάλλει διάφορα αποσπάσματα από τη «Βάρδια» του Καββαδία, προς επαλήθευση του ψυχισμού του ποιητή σε σχέση με τη γυναίκα, όπως: «Είμαι σίγουρος πως έχεις λησμονήσει κείνη τη νύχτα, πάνω στο κατάστρωμα του Cyrenia, δίπλα στo φανάρι του Μινικόι. Φορούσες τη νύχτα. Το πορφυρό φόρεμά σου σερνόταν κουρέλι στα πόδια σου, τα λιανά σου πόδια με τα πέδιλα των Φοινίκων. Το κλώτσησες και χάθηκε στο πράσινο κρουζέτο, πίσω από τη βάρκα. Σαλεύει μονάχα του ματιού σου το πράσινο. – Φόρεσε το ρούχο σου. Σκεπάσου. Παρακαλώ σε, φόρεσέ το. – Το παίρνει ο μουσώνας. Δε βλέπεις; – Είσαι σα γυμνή λεπίδα κινέζικη. – Θέλω τη θήκη μου».
Κι ύστερα, ήρθε ο έρωτας…
Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι ο Νίκος Καββαδίας δεν σεβάστηκε και δεν ερωτεύτηκε τη γυναίκα. Τουναντίον. Μάλιστα, προς το τέλος της ζωής του, δύο χρόνια πριν αφήσει την τελευταία του πνοή στην Αθήνα, είχε ερωτευτεί μια κατά πολύ νεότερή του στεριανή κοπέλα, φιλόλογο, τη Θεανώ Σουνά. Εκείνος, 63 χρόνων. Εκείνη, 25. Ήξερε και ο ίδιος ότι αυτός ο έρωτας θα έμενε πλατωνικός. Και πονούσε. Επιπλέον, του θύμιζε μια περίπτωσή του ανάποδα, τότε που… Τότε που ο ίδιος παραδέχτηκε ότι φοβόταν να ερωτευτεί: «…Πήγα στον Πειραιά κι έψαχνα να βρω κάτι… μια γυναίκα που μου ᾽πε μια φορά: “Σε καταριέμαι να αγαπήσεις εξήντα χρονών και να δούμε τότε πώς θα γελάς τώρα που φεύγεις!” Και πήγα στο νεκροταφείο να της ανάψω ένα κερί, παρ᾽ όλο που δεν είμαι θρήσκος και δεν πιστεύω στο Θεό. Ήμουνα εγώ είκοσι, αυτή ήταν πενήντα… Αλλά τώρα η κοπέλα που αγαπάω εγώ είναι 25 κι εγώ 65», έχει πει ο ίδιος σχετικά. Και αφιέρωσε στη νεαρή φιλόλογο τρία από τα ωραιότερά του ποιήματα, εκ των οποίων το ένα είναι ερωτικό γράμμα:
1] Ερωτικό γράμμα
Κοριτσάκι μου, Θαλασσωμένο απόψε το Αιγαίο.
Το ίδιο κι εγώ.
Χθες δεν πρόλαβα να καθίσω στο τραπέζι κι ένα τηλέφωνο
με κατέβασε στο λιμάνι. Στις εφτά που σαλπάραμε, δεν
μπορούσα να περπατήσω από την κούραση. Η παρηγοριά μου
ήταν η «ώρα» σου. Η λύπη μου ότι δεν κυβέρνησα ούτε στιγμή
το καταπληκτικό Θαλασσινό σκαρί, το κορμί σου.
Από δειλία και ατζαμοσύνη σήκωσα το κόκκινο σινιάλο της Ακυβερνησίας.
Είδα χθες, πολλές φορές την κοπέλα της πλώρης:
Τη λυσίκομη φιγούρα να σκοτεινιάζει, να θέλει να κλάψει.
Σα να ’χε πιστέψει για πρώτη φορά ότι πέθανε, ο Μεγαλέξανδρος,
όμως το Καρχηδόνιο επίχρισμά του έμενε το ίδιο λαμπρό.
Με το αυτοκρατορικό κάλυμμά του. Κόκκινο της Πομπηίας
Rosso romano, πορφυρό της Δαμασκός.
Βελούδο που σκεπάζει ιερό δισκοπότηρο.
Όστρακο ωκεάνιο αλμυρό. Κρασί βαθυκόκκινο που δίνει
δόξα στο κρύσταλλο. Πληγή από κοπίδι κινέζικο.
Αστραπή. Βυσσινί ηλιοβασίλεμα.
Λαμπάδα της πίστης μου.
Ανοιχτό σημάδι του έρωτά μου
Όνειρο και τροφή της παραφροσύνης μου
Σε αγκαλιάζω.
Κόλιας
2] «Fata Morgana»
Θα μεταλάβω με νερό θαλασσινό
στάλα τη στάλα συναγμένο απ’ το κορμί σου
σε τάσι αρχαίο, μπακιρένιο αλγερινό,
που κοινωνούσαν πειρατές πριν πολεμήσουν.
Πανί δερμάτινο, αλειμμένο με κερί,
οσμή από κέδρο, από λιβάνι, από βερνίκι,
όπως μυρίζει αμπάρι σε παλιό σκαρί
χτισμένο τότε στον Ευφράτη στη Φοινίκη.
Σκουριά πυρόχρωμη στις μίνες του Σινά.
Οι κάβες της Γερακινής και το Στρατόνι.
Το επίχρισμα. Η άγια σκουριά που μας γεννά,
Μας τρέφει, τρέφεται από μας, και μας σκοτώνει.
Πούθ’ έρχεσαι; Απ’ τη Βαβυλώνα.
Πού πας; Στο μάτι του κυκλώνα.
Ποιαν αγαπάς; Κάποια τσιγγάνα.
Πώς τη λένε; Φάτα Μοργκάνα.
3] «Πικρία»
Ξέχασα κείνο το μικρό κορίτσι από το Αμόι
και τη μουλάτρα που έζεχνε κρασί στην Τενερίφα,
τον έρωτα, που αποτιμάει σε ξύλινο χαμώι,
και τη γριά που εμέτραγε με πόντους την ταρίφα.
Το βυσσινί του Τισιανού και του περμαγγανάτου,
και τα κρεβάτια ξέχασα τα σαραβαλιασμένα
με τα λερά σεντόνια τους τα πολυκαιρισμένα,
για το κορμί σου που έδιωχνε το φόβο του θανάτου.
Ό,τι αγαπούσα αρνήθηκα για το πικρό σου αχείλι
τον τρόμο που δοκίμαζα πηδώντας το κατάρτι,
το μπούσουλα, τη βάρδια μου και την πορεία στο χάρτη,
για ένα δυσεύρετο μικρό θαλασσινό κοχύλι.
Τον πυρετό στους Τροπικούς, του Ρίο τη μαλαφράντζα
την πυρκαγιά που ανάψαμε μια νύχτα στο Μανάο
Τη μαχαιριά που μου ’δωσε ο Μαγιάρος στην Κωστάντζα
και “Σε πονάει με τη νοτιά;” –Όχι από αλλού πονάω.
Του τρατολόγου τον καημό, του ναύτη την ορφάνια
του καραβιού που κάθισε την πλώρη τη σπασμένη
Τις ξεβαμένες στάμπες μου πούχα για περηφάνεια
για σένα, που σαλπάρισες, γολέτα αρματωμένη.
Τι να σου τάξω ατίθασο παιδί να σε κρατήσω
Παρηγοριά μου ο σάκος μου, σ’ Αμερική κι Ασία
Σύρμα που εκόπηκε στα δυο και πώς να το ματίσω;
Κατακαημένε, η θάλασσα μισάει την προδοσία.
Κατέβηκε ο Πολύγυρος και γίνηκε λιμάνι,
Λιμάνι κατασκότεινο, στενό, χωρίς φανάρια,
απόψε που αγκαλιάστηκαν Εβραίοι και Μουσουλμάνοι
και ταξιδέψαν τα νησιά στον πόντο, τα Κανάρια.
Γέρο, σου πρέπει μοναχά το σίδερο στα πόδια,
δύο μέτρα καραβόπανο, και αριστερά τιμόνι.
Μια μέδουσα σε αντίκρισε γαλάζια και σιμώνει
κι ένας βυθός που βόσκουνε σαλάχια και χταπόδια.
Το τέλος του… ιδανικού και ανάξιου εραστή
«Αγαπημένε μας ποιητή, καλό ταξίδι. Δεν κουνάμε τα μαντίλια μας. Αυτά είναι για αταξίδευτους στεριανούς. Εμείς τα δικά μας τα πλέξαμε σαλαμάστρα και θα δέσουμε τις καινούργιες παντιέρες στα ξάρτια, τις παντιέρες που στο κέντρο τους θα ʼχουν τη γαλάζια σου ζωγραφιά. Αδελφέ μας ποιητή! Ξεκουράσου στην τελευταία σου κουκέτα, στην πιο μικρή καμπίνα που γνώρισε ποτέ ναυτικός. Εμείς θα πάμε για σκάντζα βάρδια. Ένα καράβι που πλέει αλάργα χαμένο στο πούσι, αν βρει τη ρότα του, θα μας πάρει. Για καλό κατευόδιο, εμείς οι ναυτεργάτες σύντροφοί σου, σου αφήνουμε λίγο φιλτραρισμένο απ’ τα μάτια μας θαλασσένιο νερό. Είναι μαζεμένο απ’ της θάλασσας τον καθάριο βυθό…»
Έτσι αποχαιρέτησαν οι σύντροφοί του ναυτικοί στο τελευταίο του ταξίδι τον Νίκο Καββαδία, στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών, ανάμεσα στους διανοούμενους και τους καλλιτέχνες της εποχής –πολλοί ανάμεσά τους δεν γνώριζαν καν πως ο απλός ασυρματιστής τους ήταν ο σπουδαίος αυτός ποιητής, καθώς κάθε που τον ρωτούσαν τους απαντούσε πως επρόκειτο για απλή συνωνυμία–, αυτόν που με το έργο του έσκισε τη θολή γραμμή των οριζόντων, αυτόν τον ιδανικό κι ανάξιο εραστή της θάλασσας, που όσο κι αν πόθησε μια μέρα στο μπλε της να ταφεί στις μακρινές Ινδίες, τελικά είχε «ένα θάνατο κοινό και θλιβερό πολύ και μια κηδεία σαν των πολλών ανθρώπων τις κηδείες»…
Πηγή: www.musicpaper.gr, ΕΚΕΒΙ, Wikipedia