Όταν η Ιστορία Δεν Χωράει στις Τελετές.
Η σιωπή του Τραμπ για το Juneteenth και η σταδιακή διαγραφή της Μαύρης Ιστορίας αποκαλύπτουν κάτι βαθύτερο: ποιος έχει δικαίωμα να μιλά για το παρελθόν — και ποιος όχι.
Είναι ο μήνας που αγαπάμε για να μισούμε, όπως κατέληξε πριν από δέκα χρόνια, στις 27 Ιουλίου 2001, ο Αμερικανός δημοσιογράφος Ντέιβιντ Πλοτζ, που εξαπέλυε από τις στήλες του περιοδικού «Slate» σφοδρή επίθεση κατά του Αυγούστου. Αυτός ο μήνας είναι καταραμένος, έγραφε. Αύγουστο άρχισε ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος, Αύγουστο έπεσαν οι ατομικές βόμβες στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι, Αύγουστο συνέτριψαν τα σοβιετικά τανκς την Άνοιξη της Πράγας, Αύγουστο πέθαναν η Άννα Φρανκ, ο Έλβις Πρίσλεϊ και η Μέριλιν Μονρόε.
Συμπτώσεις; Μπορεί... γιατί κάποια στιγμή έφτασε ο Σεπτέμβρης με το χτύπημα των πύργων να «γλυκάνει» τις εντυπώσεις του Καταραμένου Αυγούστου.
Όμως, ο μήνας με τα δυο φεγγάρια, δεν άντεξε να του διεκδικήσουν την πρωτιά στις συμφορές. Όσο τα γράφω αυτά, από το νησί της Πάρου, μ΄ έναν αέρα που όλο και δυναμώνει λες και θέλει να εξατμίσει μακριά τις κραυγές των δένδρων που λαμπαδιάζουν σε δευτερόλεπτα στην χώρα, όσο και αν θέλει η ψυχή μου να δραπετεύσει από τις κτηνωδίες ανθρώπων, κάθε σκέψη θετική μοιάζει να γίνεται στάχτη σαν τις πευκοβελόνες που καίγονται. Η πληροφόρηση ότι τραυματισμένα ζωντανά πλάσματα βρίσκουν μια κάποια ανακούφιση από εθελοντές και οργανώσεις, δεν κάνει το έγκλημα λιγότερο ειδεχθές.
Θες ν’ αποστρέψεις πιθανόν και εσύ το βλέμμα από την καταστροφή, από τόπους όπου δέντρα, ζώα και άνθρωποι παλεύουν να γλιτώσουν από τα καθάρματα που με νευροχειρουργική τακτική, θανατώνουν την ζωή στην Ελλάδα.
«Ανθρώπινο» νιώθω, να ψάχνεις για καταφύγιο ορίζοντα, ακόμη και αν δεν ακούσεις, δεν δεις ειδήσεις, δεν «ανοίξεις» υπολογιστή, δεν αντικρίσεις εικόνες. Είναι πάντα ο αέρας που θα διαδίδει την στάχτη παντού.
Με τόσα που γίνονται η μόνη χαρά μου ,νομίζω, θα ήταν αν «εκτελούσαμε» τον Αύγουστο.
Παράλογη την χαρακτηρίζεις, ε; Πιθανόν. Αλλά τι καλό έχει φέρει ο καταραμένος τούτος μήνας; Μέχρι και η Παναγιά, Αύγουστο πέθανε. Αλλά και η άλλη, η μοιραία βασίλισσα, η Κλεοπάτρα, λένε ότι Αύγουστος ήταν όταν μετακόμισε σ’ άλλον Γαλαξία την ματαιοδοξία της.
Αύγουστος ήταν του 1921 που ο ελληνικός στρατός έφτασε λίγο πιο έξω από την Άγκυρα , με τους Τούρκους να οπισθοχωρούν, αλλά η προέλαση του στρατού να σταματάει γιατί δεν φτάνανε τα πυρομαχικά.
Σε εκείνη την μάχη, στην οποία νικήσαμε, χάθηκε στην πραγματικότητα το παν στην Μικρά Ασία! Προδομένοι από όλους και με τον Κεμάλ να έχει στο πλευρό και τους σύμμαχους (Άγγλους, Γάλλους, Ιταλούς) που του παρείχαν ανεξάντλητα υλικά μέσα, στις 13 Αυγούστου του 1922, οι Τούρκοι εξαπολύουν γενική επίθεση και σπάνε την Ελληνική αμυντική γραμμή. Δύο βδομάδες μετά, θα καταλάβουν την Σμύρνη και θ’ αρχίσει η μεγάλη σφαγή, οι βανδαλισμοί και η άγρια δολοφονία του Μητροπολίτη της Σμύρνης Χρυσοστόμου.
Αύγουστο τορπιλίστηκε η Έλλη, Αύγουστο έχουν γίνει μεγάλες αεροπορικές τραγωδίες, εγκλήματα πάθους μέχρι και οι τελευταίες τρομοκρατικές επιθέσεις.
Πριν λίγες μέρες, γινόμουν «θηρίο» με όσους και όσες επιμένουν από λίγο μετά της «Παναγίας» στο «καλό φθινόπωρο» και για όσους σαδιστικά παραμένουν στο «καλό χειμώνα». Αναρωτήθηκα αν μπορούσε να βρει κάποιος πέντε λόγους για να χαρούμε που έρχεται ο Σεπτέμβρης ή το Φθινόπωρο…. Θύμωνα που με τη βία θέλουν και με συνοπτικές διαδικασίες να «κλείσουν» το καλοκαίρι με την ένδειξη « επιστροφή στην βάση», μια ένδειξη που την ακολουθεί μια φωτογραφία από καράβι, «ανεβασμένη» στο Instagram ή στο Facebook… Θα συνεχίσω να θυμώνω, γιατί διαχέουν το τέλος των προσδοκιών τους, επηρεάζοντας τις διαθέσεις των υπόλοιπων, αλλά τούτο τον μήνα Αύγουστο γουστάρει κανείς να τον συρρικνώσει.
Δεν ξέρω πώς να χωρέσω θυμό και χαρά, κατάρες και αγάπες μέσα σ΄ ένα κείμενο. Είμαι στην Πάρο, αισθάνομαι τον αέρα, τρώω τα περίφημα μάνγκο του νησιού, ακούω τις αλυσίδες από τα σκυλιά που είναι αλυσοδεμένα στο «κάτω σπίτι» 12 μήνες τον χρόνο, άνθρωποι τους το κάνουνε. Τα «αφεντικά τους» . Γερμανοί, Γάλλοι, Έλληνες προσπαθούν να κάνουν τα πάντα ν’ απελευθερώσουν τα δύστυχα ζώα, αλλά στον «Λολαντώνη» ξέρουν πως, ό,τι και να γίνει, τίποτε δεν θ’ αλλάξει. Βλέπω τον ορίζοντα να χάνεται στην θάλασσα και εκεί που πάει ν’ αγιάσει τις χυδαίες σκέψεις, βλέπεις μωρά γαϊδουράκια με δεμένα πόδια να προσπαθούν να περπατήσουν κάτω από τον ήλιο κουτσαίνοντας. Τους δένουν «άνθρωποι» το πίσω πόδι με το μπροστινό, για να μην μπορούν ν’ ανοίξουν βήμα: καταδικασμένα από την στιγμή της γέννησης σε μόνιμη σκλαβιά και ακρωτηριασμό. Γιατί γαμώτο;
Κανένα έλεος για την αθωότητα, κανένα καταφύγιο για την συμπόνοια, καμία προσδοκία για το ότι κάπου, κάποτε θα συναντηθούμε με την ξενοιασιά...