Trump Vs Musk: Η Αναμέτρηση που Αλλάζει την Ιστορία
Η σύγκρουση Τραμπ–Μασκ ξεπερνά την πολιτική. Είναι μάχη επιρροής, αφήγησης και εξουσίας. Μετά τα αρχεία Έπσταϊν, δεν υπάρχει επιστροφή.
Η κυρία Λίνα Μενδώνη σαν υπουργός Πολιτισμού δεν είναι σαν πολλούς άλλους που προηγήθηκαν τα τελευταία 25 χρόνια - μετά τον θάνατο της Μελίνας Μερκούρη το 1994. Δεν είναι χλιαρή. Παίρνει πρωτοβουλίες, έχει απόψεις, έχει στόχους και σχέδια και, σιγά-σιγά, αλλά αποφασιστικά, προχωράει σε πράξεις. Έτσι δημιουργεί συχνά πολύ θυμωμένους εχθρούς, όπως και πολύ υποστηρικτικούς φίλους.
Με τους ανθρώπους της τέχνης δεν τα πάει καλά. Οι περισσότεροι δεν την συμπαθούν. Ήδη από την αρχή του πρώτου lockout στο τέλος του χειμώνα, ήρθε σε ρήξη μαζί τους όταν ξεκίνησαν οι πρώτες γκρίνιες αλλά και οι διαμαρτυρίες για το οικονομικό στρίμωγμα που ήρθε απότομα σε ότι αφορούσε θέατρα, συναυλίες, μουσικές σκηνές, περιοδείες σε όλη την χώρα ήδη προσχεδιασμένες και άλλες πολιτιστικές εκδηλώσεις όλων των ειδών και των…ποιοτήτων – μέχρι και τα πανηγύρια. Δεν δυσκολεύτηκε να την «κερδίσει» αυτή την μάχη καθώς το lockdown (και μετά τα περιοριστικά μέτρα) έπληξαν εκατοντάδες κλάδους και επαγγέλματα, με πρώτο τον τουρισμό σε όλη τη χώρα. Το επιχείρημα ήταν και σαφές και αποδεκτό: «Δεν είναι μόνο οι καλλιτέχνες τα θύματα, είναι όλοι οι Έλληνες – γιατί λοιπόν κάνουν τόση φασαρία οι άνθρωποι του θεάματος, κομμάτι της κοινωνίας είναι κι’ αυτοί και η πανδημία δεν ξεχωρίζει κανέναν».
Οι αρχαιότητες σ’ αυτόν τον τόπο που έζησε Χρυσό Αιώνα εδώ στην Αττική, μιλώντας την Ελληνική γλώσσα γύρω από τον ιερό της βράχο της, δυόμιση χιλιάδες χρόνια πριν, είναι αμέτρητες, σαν την άμμο της θάλασσας. Όπου και να σκάψεις βρίσκεις κι’ ένα πιθάρι – και δεν μπορείς να το αγνοήσεις. Μάρμαρα, επιγραφές, θεμέλια, «αγάλματα κομμάτια», σκεύη, κεραμεικά, σωληνώσεις, τείχη, δάπεδα, τοιχογραφίες. Οι αρχαιολόγοι και το ΚΑΣ, δεκαετίες τώρα, έχουνε βγάλει φήμη ζόρικη, ως πολύ αυστηροί και δυσκίνητοι – σαν κάποιοι που δυσκολεύουν την πρόοδο και δεν αφήνουν την Νέα Ελλάδα να προχωρήσει στο μέλλον χτίζοντας επιτέλους, έστω και πάνω στα ερείπια, δλδ τις αρχαιότητες. Το μετρό της Θεσσαλονίκης και το «τσιμέντωμα της Ακρόπολης» (αυτός ο περιβόητος δρόμος μέχρι το ασανσέρ για τα ΑΜΕΑ που, όμως εξυπηρετεί και την μεταφορά των απαραίτητων μηχανημάτων για την καθημερινή σχεδόν συντήρηση του μνημείου) είναι δυο ζωντανά και επίκαιρα παραδείγματα αυτής της διαμάχης μεταξύ της αρχαιότητας και του παρόντος – που «σε τούτα εδώ τα μάρμαρα» δεν θα σταματήσει ποτέ.
Η Μενδώνη, κατ’ αρχήν αρχαιολόγος και η ίδια, βρίσκεται και πάλι από προχτές στο επίκεντρο ενός μεγάλου καυγά που αφορά, αυτή τη φορά, τα διεθνή μουσεία και τις Ελληνικές αρχαιότητες. Το ζήτημα ξαναγίνεται επίκαιρο με την πολύ ευχάριστη είδηση της δημιουργίας του Ελληνικού «Μουσείου Μπενάκη της Μελβούρνης», μιας επένδυσης 200 εκατομμυρίων από την πλευρά της Αυστραλίας που «χτίζεται» στο παλιό εμβληματικό κτίριο του Υποθηκοφυλακείου της πόλης. Μέχρι εκεί όλα καλά. Ποιος δεν χαίρεται με μια τέτοια είδηση που αφορά πολύ και την ομογένεια – αφού η πόλη είναι η τρίτη μεγαλύτερη «Ελληνική» πόλη στον κόσμο, εκτός Ελλάδας. Όπως λέει και το υπουργείο «στην πραγματικότητα δημιουργείται στην Μελβούρνη ένα μίνι Μουσείο Μπενάκη με εκπροσώπηση όλων των συλλογών του -αντίστοιχου του αθηναϊκού- με αντικείμενα προερχόμενα από τις αποθήκες του».
Έλα όμως που ουδέν…καλόν αμιγές κακού. Διότι μαζί με το καινούργιο Μουσείο Μπενάκη, έρχεται και η διάταξη του νομοσχεδίου για τον εκσυγχρονισμό της δομής, οργάνωσης και λειτουργίας του Ταμείου Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων που προβλέπει την δυνατότητα δανεισμού κινητών μνημείων από τα ελληνικά μουσεία για 25 χρόνια, με δυνατότητα παράτασης για επιπλέον 25 χρόνια – γενικότερα, όχι ειδικά για την Μελβούρνη. Και εδώ αρχίζουν ξανά τα όργανα, παρεμβαίνουν τα κόμματα, φωνάζει ο Φίλης «ο Έλγιν ξανάρχεται», γράφονται μέγιστες αυθαιρεσίες για οικονομικά κίνητρα, συμφέροντα και μίζες, όλοι οι αντιπολιτευόμενοι σε εφημερίδες και sites βγαίνουν εκτός εαυτού – και από την άλλη μεριά, την κυβερνητική, τηρείται η τακτική της ελεγχόμενης σιγής.
Το ερώτημα είναι γιατι 25+25 χρόνια – μισό αιώνα δηλαδή; Το 10+10 που ίσχυε μέχρι σήμερα (και σήμερα που μιλάμε, ισχύει ακόμα) δεν είναι αρκετό; «Ξεκινήσαμε» μας λένε «από το 50+50 (δλδ 100 χρόνια) για να φτάσουμε στο 25+25». Κάθε λογικός άνθρωπος που δεν ξέρει πολλά από διεθνή μουσεία και τι ισχύει για τις μεταξύ τους ανταλλαγές, δεν καταλαβαίνει γιατί θα φεύγουν από την Ελλάδα αρχαιότητες που θα επιστρέψουν (αν και εφ’ όσον) 50 χρόνια μέτρα. Και ας πούμε ότι κάποιος μας εξηγεί και, καλή τη πίστει, «καταλαβαίνουμε». Φυσικό είναι να ρωτήσουμε αμέσως μετά «εκείνοι τι θα μας δώσουν»; Και δεν μιλάμε για το Μουσείο Μπενάκη της Μελβούρνης. Επενδύουν 200 εκατομμύρια, ασφαλίζουν τα πάντα και, κυρίως, αναλαμβάνουν την συντήρηση (λαϊκά την επιδιόρθωση) αρχαιοτήτων που τα έχουμε εδώ σε υπόγεια, κομμάτια και θρύψαλα, λόγω του τεράστιου κόστους της «αναστήλωσής» τους. Και παραμένουν όλα αυτά σε ένα «Μουσείο Μπενάκη» Ελληνικό και απόλυτα συνδεδεμένο με την Αθήνα.
Τι γίνεται όμως με τα υπόλοιπα μουσεία του πλανήτη; Θα παραχωρούμε ανεκτίμητης αξίας εκθέματα για 50 χρόνια – με τι ανταλαγμα; Θα μας δώσει (πχ) το Λούβρο Μποτιτσέλι ή το Πράντο Βελάσκεθ και Ρέμπραντ για αλλα 50 χρόνια; Ίσως ακούγεται πολύ αφελές το ερώτημα και η προφανής απάντηση είναι «όχι βέβαια δεν θα σου δώσουν Ρέμπραντ ή Πικάσο» - αλλά το ερώτημα ισχύει: Εμείς τι θα παίρνουμε γι’ αυτά που θα δίνουμε για 50 χρόνια; Υπάρχει η απάντηση «διεθνής προβολή της χώρας» αλλά ανήκει στον 20ο αιώνα. Η Ελλάδα σήμερα είναι πια παραπάνω από αρκετά προβεβλημένη. Δεν χρειάζεται άλλη προβολή τέτοιου τύπου.
Σίγουρα υπάρχουν απαντήσεις σε όλα αυτά – αν υπάρχει διάθεση συνεννόησης. Με τα «Ξανάρχεται ο Έλγιν» της μικροπολιτικής δεν βγαίνει τίποτα. Αλλά και από μεριάς του υπουργείου χρειάζονται περισσότερες διευκρινήσεις σε απλά ελληνικά που να μπορούμε να τις καταλάβουμε όλοι μας. Πως παίζεται διεθνώς το παιχνίδι δλδ. Να το καταλάβουμε. Και ξέροντας τους διεθνείς κανόνες να παίξουμε και εμείς.
Όχι όμως «πάρτε κόσμε» για 50 χρόνια – ερήμην μας. Πρέπει πια να καταλάβουν και οι εξουσίες και οι αντιπολιτεύσεις και όλοι οι «παράγοντες» ότι δεν παίζουν μόνοι τους.
Και να μην ελπίζουν πως πάνω στην αναμπουμπούλα του Covid-19, του Ερντογάν, της οικονομικής κρίσης και της ηλεκτρονικής κυριαρχίας θα γίνουν όλα στα μουλωχτά επειδή ο λύκος χαίρεται.
Υπάρχει πάντα και η Κοκκινοσκουφίτσα.