ΟΙ ΓΑΛΛΟΙ ΤΙΜΟΥΝ ΤΟ 1821 ΚΑΙ ΤΑ 200 ΧΡΟΝΙΑ ΕΛΛΗΝΟΓΑΛΛΙΚΗΣ ΦΙΛΙΑΣ
Γιορτές για τα 200 χρόνια από την έναρξη των θερμών ελληνογαλλικών σχέσεων
Του Κώστα Καρτάλη«Πη παρέβην; Τι δ’ έρεξα; Τι δε μοι δέον ουκ ετελέσθη;» Είναι ένα από τα πυθαγόρεια ερωτήματα στα οποία έπρεπε να απαντήσουν οι μαθητές του σπουδαίου μαθηματικού και φιλοσόφου της αρχαιότητας. «Πού παρέβην το καθήκον μου; Τι έκανα; Τι απ’ αυτά που έπρεπε να κάνω δεν έγινε;» Η υπουργός Πολιτισμού κα Λίνα Μενδώνη θα πρέπει να απαντήσει στα παραπάνω, καθ’ ότι αρχαιολόγος και δεν γίνεται να μην έχει ακούσει περί Πυθαγόρα. Ας αναλογιστεί, λοιπόν, τα ερωτήματα και ας μας δώσει μια απάντηση. Κι εμείς θα τη βοηθήσουμε να θυμηθεί μέσα από αυτό το μικρό πόνημα τα πεπραγμένα της σε ένα υπουργείο πρώτης γραμμής για τη χώρα που γέννησε τον Πολιτισμό και χάρισε το φως του σε ολόκληρο τον κόσμο…
Μπορεί ο Κυριάκος Μητσοτάκης να ήταν αυτός που τοποθέτησε την κα Μενδώνη επικεφαλής στη Μπουμπουλίνας, όμως πολιτικός μέντορας της είναι ο Ευάγγελος Βενιζέλος. Η γνωριμία τους αριθμεί πάνω από 20ετία και η σχέση τους ισχυρή, από τότε που ο μεν κ. Βενιζέλος ήταν στη σημερινή θέση της κας Μενδώνη και η αρχαιολόγος γενική γραμματέας στο ΥΠΠΟ. Στο πέρασμα των χρόνων η κ. Μενδώνη στάθηκε δίπλα στον κ. Βενιζέλο και στην προσπάθεια του να αναρριχηθεί στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ και μετέπειτα, στα χρόνια της συγκυβέρνησης ΝΔ-ΠΑΣΟΚ. «Πάντα την ακούει και θέλει την οπτική της για πολιτικά ζητήματα και όχι μόνο αυτά που αφορούν τον πολιτισμό» λένε άνθρωποι που γνωρίζουν καλά τη σχέση τους.
Ανασχηματισμός στην κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη. Υπουργοί που αλλάζουν «καρέκλες», βουλευτές που γίνονται υφυπουργοί, στελέχη που υπουργοποιούνται. Ανάμεσα στους σταθερούς και αμετακίνητους του νέου κυβερνητικού σχήματος η σιδηρά κυρία του ΥΠΠΟ, Λίνα Μενδώνη. Η πιο ηχηρά σιωπηλή υπουργός του κ. Μητσοτάκη. Ο πολιτισμός στα χέρια της, και εκείνη, αμήχανη, κρούει, απλώς, κώδωνες κινδύνου, κωφεύει στις φωνές απόγνωσης των ανθρώπων της Τέχνης και του Πολιτισμού και μοιάζει με τη «μη πολιτική» της να δίνει χαριστικές βολές στο θέατρο και τους ανθρώπους του, τη μουσική και τους μουσικούς, στον κινηματογράφο και τους δημιουργούς του, στην Τέχνη και τους καλλιτέχνες.
Παράλληλα, δεν παραλείπει να εξηγεί, με αυταρέσκεια, πως μέσω του «ΑΚΡΟΠΟΛ Κέντρου Πολιτισμού και Δημιουργίας», νομοσχεδίου που το καλοκαίρι ψηφίστηκε στη Βουλή, θα πραγματοποιηθεί «η ερμηνεία και προσέγγιση της ελληνικής πολιτιστικής κληρονομιάς μέσα από σύγχρονα καλλιτεχνικά μέσα έκφρασης», ενώ δεν κουράζεται να επαναλαμβάνει πως «το ΑΚΡΟΠΟΛ θα συμβάλει στην προβολή του νέου προσώπου της Ελλάδας στον κόσμο».
Με την πολύχρονη εμπειρία της στο ΥΠΠΟ (ως γενική γραμματέας) η αρχαιολόγος - υπουργός Λίνα Μενδώνη έζησε τις πιο δημιουργικές αλλά και συγκρουσιακές στιγμές του υπουργείου Πολιτισμού: την έγκριση των Ολυμπιακών Έργων, την ολοκλήρωση της ενοποίησης των αρχαιολογικών χώρων της Αθήνας, την ένταξη-ρεκόρ έργων στο ΕΣΠΑ, που έδωσαν πίσω στην πόλη εμβληματικά κτίρια, αλλά και τις κλοπές αρχαιοτήτων και έργων τέχνης. Και βέβαια την Αμφίπολη, την πιο ένδοξη και ταυτόχρονα αμφιλεγόμενη αρχαιολογική ανακάλυψη των τελευταίων δεκαετιών.
Γεννούσαν προσδοκίες η προσωπικότητα, οι γνώσεις, η πείρα της κας Μενδώνη. Σήμερα, όμως, όλα μοιάζουν να είναι στο σημείο 0... Και σε καιρούς πανδημίας, το «βλέποντας και κάνοντας», η έλλειψη πολιτικής και η απουσία μέτρων στήριξης είναι φανερό πως οδηγούν μόνο σε δρόμους απόγνωσης.
Τη χρονιά που μας πέρασε δοκιμάστηκαν αρκετές σχέσεις. Μία από τις πιο εύθραυστες αυτή της κυρίας Μενδώνη με τα αρχαία μνημεία, αν και η ίδια διαθέτει πλούσια πείρα στον τομέα αυτό ούσα αρχαιολόγος. Ας ξεκινήσουμε, όμως, από τα βασικά: η Ακρόπολη είναι ένα από τα σπουδαιότερα διασωθέντα μνημεία, ένα φως που ακτινοβολεί από τον Ιερό Βράχο σε όλο τον κόσμο, γεμίζοντας τα μάτια όλων με θαυμασμό και επιβλητικότητα.
Ένα φως, διαφορετικό, το οποίο το υπουργείο Πολιτισμού ανέλαβε και, εν τέλει, κατάφερε, μετά από 13 ολόκληρους(!) μήνες να εκπέμψει. Το έργο υλοποιήθηκε με την πολύτιμη συμβολή του Ιδρύματος Ωνάση και φέρει την υπογραφή της βραβευμένης Ελευθερίας Ντεκώ. Όλα καλά έως εδώ. Επειδή όλοι μας κρινόμαστε εκ του αποτελέσματος, αρχικά, φαντάζει κάπως αντιφατική η αναφορά της υπουργού Πολιτισμού και του ίδιου του Πρωθυπουργού στην ταχύτητα υλοποίησης του έργου, όταν, για να γίνει πραγματικότητα, χρειάστηκε περισσότερο από ένα ολόκληρο ημερολογιακό έτος.
Επίσης, το κατάλευκο χρώμα, στην πιο ψυχρή του απόχρωση αντί του κλασικού και τόσο ιδιαίτερου –και συνάμα μοναδικού– κίτρινου του φεγγαριού δημιουργεί, πρώτον, λιγότερη οικειότητα με τον αρχαίο πολιτισμό και φαντάζει, δεύτερον, αρκετά ξένο. Τέλος, ένα λίγο πιο προσεκτικό μάτι μπορεί να διακρίνει ότι οι προβολείς του φωτός είναι τοποθετημένοι σε κατασκευές από μπετόν, οι οποίες τοποθετήθηκαν στην ευρύτερη έκταση του αρχαιολογικού χώρου, χωρίς να έχει δημοσιευθεί η έγκριση του πλέον αρμόδιου Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου. Μήπως το ΥΠΠΟ θα ήταν καλύτερο να στρέψει τους προβολείς προς αυτή την κατεύθυνση;
Η ιδιαίτερη σχέση της έμπειρης αρχαιολόγου και ενεργού μέλους του Υπουργείου Πολιτισμού για περισσότερα από 20 χρόνια δεν σταμάτησε εκεί. Συνεχίστηκε ένα μήνα μετά με τη δημιουργία ενός νέου «δρόμου» που θα έφερνε πιο κοντά (κυριολεκτικά) τα άτομα με κινητικές δυσκολίες στον Ιερό Βράχο. Η πρόθεση της υπουργού άριστη, η πραγματοποίηση όχι και τόσο. Μία έντονη βροχόπτωση ήταν αρκετή, για να γκρεμίσει το οικοδόμημα και το αφήγημα του υπουργείου για μία ακόμα νίκη.
Το τσιμέντο (ναι, αυτό το υλικό επιλέχθηκε για να βελτιώσει την εικόνα της Ακρόπολης) αρχίζει να διαλύεται και η Ακρόπολη πλημμυρίζει για πρώτη φορά μετά τα 2.500 χρόνια ύπαρξής της. Πρωτοφανές. Όπως και η απάντηση της αρμόδιας υπουργού, η οποία αρκέστηκε στο να αιτιολογήσει το ατυχές συμβάν, βασιζόμενη στις μικρές πλημμύρες που πλήττουν τον αρχαιολογικό χώρο από το 2013 έως σήμερα. Δεδομένο. Όπως και η επιθυμία μας για μία πληρέστερη απάντηση από το κατάλληλο πρόσωπο, προκειμένου να αντιληφθούμε και εμείς τον λόγο που το σημαντικότερο κόσμημα της πολιτιστικής μας κληρονομιάς κινδύνεψε περισσότερο από κάθε άλλη φορά εν έτει 2020.
Και ξαφνικά, κάτω από το μετρό Θεσσαλονίκης παρουσιάζεται μία υπόγεια αρχαία πόλη, κομμάτι του πολιτισμού μας. Και τα προβλήματα δεν αργούν να κάνουν την εμφάνισή τους. Το υπουργείο καλείται να δώσει τη δική του απάντηση στο δίλημμα: αφήνουμε τις αρχαιότητες στο σημείο που ακριβώς βρέθηκαν, ή τις μεταφέρουμε τμηματικά σε άλλο σημείο, προκειμένου το έργο να συνεχίσει απρόσκοπτα την υλοποίησή του;
Δυστυχώς, η ζυγαριά της υπουργού δεν έγειρε προς το πρώτο μέρος με τα προβλήματα να μεγιστοποιούνται και τις αντιδράσεις να πληθαίνουν, με αποκορύφωμα την πραγματικά άβολη στιγμή που το Διεθνές Συμβούλιο Μνημείων και Τοποθεσιών παίρνει ξεκάθαρη θέση και τονίζει ότι οι αρχαιότητες πρέπει να διατηρηθούν ακέραιες εκεί που ανακαλύφθηκαν. Κίνηση, η οποία άφησε έκθετο το ΥΠΠΟ και φανέρωσε για ακόμη μία φορά ότι ίσως τελικά το σχέδιο που ακολουθείται να μην είναι και το σοφότερο και ότι η σχέση του με τα αρχαία δεν βρίσκεται στην ακμή της.
Η κα Λίνα Μενδώνη δεν ήταν άγνωστη στο κτίριο της Μπουμπουλίνας, πρώην ΕΣΤ-ΕΣΑ, καθώς υπήρξε επί δέκα συναπτά έτη γενική γραμματέας του Υπουργείου Πολιτισμού, από τον Μάρτιο του 1999 έως τον Μάρτιο του 2004, και ξανά από τον Νοέμβριο του 2009 έως τον Φεβρουάριο του 2015. Αρχαιολόγος η ίδια, και φιλικά διακείμενη στην οικογένεια του Κυριάκου Μητσοτάκη και της συζύγου του, ο διορισμός της ως υπουργός Πολιτισμού το 2019 –με την αυτόματη διαγραφή της από το ΚΙΝΑΛ, απ’ όπου προέρχεται– δεν αποτέλεσε έκπληξη.
Έκπληξη αποτέλεσαν τα επιτεύγματά της στην πορεία. Δυσάρεστη έκπληξη, καθώς, παρ’ όλες τις γνώσεις γύρω από το αντικείμενό της, και ίσως ακριβώς γι’ αυτό, έκανε τα πάντα αντιστρόφως ανάποδα προκειμένου η Ελλάδα να χάσει ένα σημαντικό κομμάτι της λάμψης της στο εξωτερικό αλλά και στο εσωτερικό.
Η απόφασή της για τα 50 (25+25) χρόνια δανεισμού των αρχαίων μνημείων ακύρωσε στην πράξη το όραμα και τον αγώνα της Μελίνας Μερκούρη για την επιστροφή των κλεμμένων από τον Έλγιν Μαρμάρων του Παρθενώνα. Ένα όραμα στο οποίο πολλοί συντάχθηκαν ατομικά ή ομαδικά, Έλληνες και ξένοι επώνυμοι πολίτες και φορείς του κόσμου. Και όταν ξέσπασε η πανδημία του Covid-19, αντί να αγκαλιάσει τα παιδιά της, τους ανθρώπους των Γραμμάτων και των Τεχνών, εκείνη τους πέταξε κάποια ψίχουλα –κι αυτά μετά την κατακραυγή που εισέπραξε–, καθαρίζοντας τη συνείδηση πως έπραξε το καθήκον της…
Στο πρώτο κύμα, και όσο λειτουργούσαν τα θέατρα, οι άνθρωποι της Τέχνης κρατούσαν τα υγειονομικά πρωτόκολλα, επιτυγχάνοντας το απόλυτο, καθώς δεν παρουσιάστηκε σε καμία θεατρική σκηνή κανένα κρούσμα. Όλοι –διοργανωτές και κοινό– τηρούσαν ευλαβικά το πρωτόκολλο, κι αυτό ήταν μια επιτυχία που έδωσε ελπίδες για τη συνέχεια της ψυχαγωγίας του κοινού στις δύσκολες καταστάσεις που βιώνει, εξισορροπώντας έτσι την ταραγμένη ψυχολογία του λόγω ανεργίας, οικονομικής κρίσης, φόβου για την υγεία του. Αλλά, φευ! Η υπουργός Πολιτισμού ακύρωσε εν τοις πράγμασι και αυτές τις γεννημένες από επιτυχία προσδοκίες και έκλεισε τα θέατρα, άγνωστο μέχρι πότε, αφήνοντας στο έλεος των επιπτώσεων της πανδημίας χιλιάδες οικογένειες, χωρίς παράλληλα έστω να «παγώσει» τα χρέη τους προς τις ΔΕΚΟ, τις τράπεζες κ.α., όπως γίνεται π.χ. στις ΗΠΑ, πετώντας ένα ξεροκόμματο, κι αυτό όχι σε όλους τους κλάδους.
Το καλοκαίρι που μας πέρασε διαμαρτυρήθηκαν οι τραγουδιστές που περίμεναν τα πανηγύρια για να βγάλουν κάποια σπασμένα της οικονομικής κρίσης στην οποία μας έβαλε όλους η πανδημία. Τα πανηγύρια λόγω καλοκαιριού θα μπορούσαν να ισορροπήσουν την οικονομική ανυδρία των διοργανωτών, και μαζί με αυτούς, λόγω της απαγορευτικής απόφασης, «κάηκαν» και άλλοι συνεπικουρούμενοι κλάδοι –π.χ. μουσικοί, εστίαση κ.ά.– με το πρόσχημα της επικίνδυνης συνάθροισης.
Εν μέσω πανδημίας, κλείνουν και τα βιβλιοπωλεία, έτσι ώστε να μην μπορεί ο πολίτης να διαβάσει ένα βιβλίο. «Αν έχεις έναν κήπο και μια βιβλιοθήκη, έχεις όλα όσα σου χρειάζονται», έλεγε ο Κικέρων. Στις μεγαλουπόλεις δύσκολο να έχεις κήπο, το πολύ-πολύ μια μικρή βεράντα με δύο γλάστρες. Βιβλιοθήκη όμως γεμάτη βιβλία γιατί όχι; Προφανώς, η γνώση είναι επικίνδυνη.
Η κα Λίνα Μενδώνη βεβαίως και είναι υπουργός Πολιτισμού και παρέμεινε στη θέση της με τον πρόσφατο ανασχηματισμό του κυβερνώντος κόμματος. Είναι πασιφανής η επιτυχία της στο έργο που της έχει ανατεθεί, και δεν θα μπορούσαμε να της προσδώσουμε τον χαρακτηρισμό της «αποτυχημένης υπουργού Πολιτισμού». Τουναντίον, πληροί όλες τις προδιαγραφές μιας νεοφιλελεύθερης και επικίνδυνης κυβέρνησης, που στόχο έχει την ιδιωτικοποίηση των πάντων, που οι μεγαλοεργολάβοι και οι μεγαλοεπιχειρηματίες είναι οι σύντροφοί τους και τα δικά τους συμφέροντα εξυπηρετούν. Και η κα Λίνα Μενδώνη δεν αποτελεί εξαίρεση στον κανόνα του νεοφιλελευθερισμού. Επομένως, η κυβέρνηση του κ. Κυριάκου Μητσοτάκη σωστά την επιβράβευσε, κατά τον ανασχηματισμό, με τη διατήρηση του υπουργικού της θώκου. Προφανώς, η υπουργός Πολιτισμού κα Λίνα Μενδώνη έχει κι άλλα γραμμάτια να ξεπληρώσει, υπέρ των ιδιωτικών συμφερόντων και εις βάρος των ανθρώπων της Τέχνης και των Γραμμάτων και γενικότερα του Πολιτισμού της χώρας μας…